Το Παλατάκι είναι διατηρητέο κτίριο που ανήκει στο Δήμο Χαϊδαρίου, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, από το 1979. Το κτίριο βρίσκεται επί της Λεωφόρου Αθηνών, στη συμβολή της με την Στρατάρχου Καραϊσκάκη. Στην θέση αυτή έλαβε χώρα η Μάχη του Χαϊδαρίου (1826).
Περιγραφή
Το Παλατάκι αποτελεί τυπικό δείγμα αρχιτεκτονικής ρομαντικού ιστορισμού με νεογοτθικά στοιχεία. Βασικά του χαρακτηριστικά είναι ο φρουριακός χαρακτήρας (επάλξεις, γωνιακοί πύργοι, στενά παράθυρα), οι ραδινές αναλογίες και τα γοτθικίζοντα διακοσμητικά στοιχεία (παράθυρα επιστεφόμενα από οξυκόρυφα τόξα, εξωτερικός κεραμοπλαστικός διάκοσμος, διαμόρφωση επάλξεων και γωνιακών πυργίσκων).
Εσωτερικός χώρος
Ο Πύργος αποτελείται από δύο ορόφους, οι οποίοι αποτελούνται από περίτεχνα διακοσμημένα δωμάτια, οροφογραφίες με επιβλητικά έπιπλα, δώμα και ημιυπόγειο, όπου κάποτε βρίσκονταν τα μαγειρεία και οι βοηθητικοί χώροι. Στη θέση αυτών σήμερα είναι η Δημοτική Βιβλιοθήκη Χαϊδαρίου. Ο μικρός αριθμός των αιθουσών υποδεικνύει ότι το κτίριο χρησιμοποιούνταν ως εξοχική κατοικία, υπόθεση που ενισχύεται και από τη σχετικά μεγάλη απόσταση που χωρίζει το Παλατάκι από το κέντρο των Αθηνών.
Εξωτερικός χώρος
Στον προαύλιο χώρο του βρίσκονταν ένας ξενώνας, στάβλοι, ελαιοτριβείο και όλα περιβάλλονταν από ανθώνες, ελαιώνες και φοίνικες, συνολικής έκτασης 30 στρεμμάτων. Σήμερα διασώζονται ο ξενώνας, που είναι το επονομαζόμενο Κτίριο Νικολάου Γύζη και οι στάβλοι, όπου στεγάζεται το αναψυκτήριο “Το Ιστορικό”.
Ιδιοκτησιακό Ιστορικό
Υπάρχουν πολλές εκδοχές σχετικά με την ανοικοδόμηση του Πύργου.
Μία εκδοχή αποδίδει τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμησή του στον Γάλλο αρχιτέκτονα Φρανσουά Μπουλανζέ (François Boulanger), του οποίου τα κτίρια παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με το Παλατάκι. Η Βασίλισσα Αμαλία φέρεται να ζήτησε από τον αρχιτέκτονα να ακολουθήσει ως πρότυπο το Ανάκτορο Hohenschwangau του εξαδέλφου της διαδόχου Μαξιμιλιανού στο Schwanstein της Βαβαρίας. Ο Πύργος Βασιλίσσης εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1854.
Μια δεύτερη εκδοχή θέλει ως δημιουργό του τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Σταμάτιο Κλεάνθη, κατά παραγγελία της Sophie de Marbois, γνωστής και ως Δούκισσα της Πλακεντίας. Μάλιστα, η Δούκισσα φαίνεται πώς χρησιμοποιούσε το Παλατάκι για τις μυστικές συναντήσεις της με τον λήσταρχο Νταβέλη, σύμφωνα με θρύλο της εποχής.
Η πιο εμπεριστατωμένη εκδοχή αναφέρει ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης του Πύργου ήταν ο Χαϊντάρ Πασά, από τον οποίο πήρε το όνομά του τόσο το κτήμα όσο και η ευρύτερη περιοχή. Βάσει της μαρτυρίας του αγωνιστή Χρήστου Βυζάντιου, στην περιοχή υπήρχε κήπος με πύργο στο εσωτερικό του. Βέβαια, ο πύργος αυτός δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί με το Παλατάκι, καθώς η αρχιτεκτονική δομή του δευτέρου ανήκει σε μεταγενέστερο του 1830 ρεύμα. Ο ρομαντικός αρχιτεκτονικός ρυθμός έγινε αρκετά δημοφιλής τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση. Πιθανώς, ο προαναφερόμενος πύργος, που υπήρχε στο Χαϊδάρι το 1826, κατεδαφίστηκε, για να οικοδομηθεί το Παλατάκι.
Με φιρμάνι, το οίκημα αγοράστηκε από τον Παναγιώτη και την Άννα Λαζαρή και στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία του Νικόλαου Νάζου, μετά το γάμο του με την κόρη τους Πηνελόπη και παρέμεινε στην κατοχή της οικογένειας μέχρι το 1895, οπότε και κατασχέθηκε. Ο Νικόλαος Νάζος, μετέτρεψε το Παλατάκι σε καλλιτεχνικό κέντρο, όπου σύχναζαν οι μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι Νικηφόρος Λύτρας και Νικόλαος Γύζης. Αδιάψευστα ίχνη της παρουσίας τους εκεί αποτελούν οι τοιχογραφίες «Οι τέσσερις εποχές» του Ν. Γύζη στον ξενώνα, καθώς και τοιχογραφίες του Λύτρα στον μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος βρισκόταν εντός των ορίων του αγροκτήματος. Με τον πλειστηριασμό επήλθε στην κατοχή του Νικολάου Θων, επιμελητή των ανακτόρων επί Γεωργίου Α’. Μάλιστα, η μαρμάρινη στήλη του Κάρολου Φαβιέρου που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του Πύργου, είναι μία πρωτοβουλία του Θων .
Το τζάκι στην κεντρική αίθουσα στο Παλατάκι
Στις αρχές του 20ού αιώνα το Παλατάκι πέρασε στην ιδιοκτησία του εφοπλιστή Αντωνίου Παληού, ο οποίος την ανακαίνισε ριζικά. Στα πλαίσια αυτής της ανακαίνισης αξιολογείται ότι έγιναν και οι οροφογραφίες των αιθουσών, όπως και η επιγραφή «Κρείσσον Φθόνος Οικτιρμού» (Καλύτερα να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται) πάνω από το τζάκι της κεντρικής αίθουσας του πρώτου ορόφου.