Φανάρι – Αθήνα και το λάθος της μη αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος
Μια από τις προτεινόμενες για αναθεώρηση διατάξεις του Συντάγματος είναι και αυτή του άρθρου 3, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος
Διδάκτωρ του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Η Κυβέρνηση τάχθηκε υπέρ της αναθεωρήσεως. Η Αντιπολίτευση τάχθηκε κατά της αναθεωρήσεως, η άποψη δε αυτή επικράτησε τόσο στην Εκκλησία της Ελλάδος όσο και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ούτως, ο Διευθυντής του Γραφείου Τύπου, Ενημερώσεως και Επικοινωνίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών Χάρης Κονιδάρης δήλωσε ότι: «Η πάγια θέση του Αρχιεπισκόπου και της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι γνωστή σε όλους και διατυπωμένη πλειστάκις με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα: δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος και καμία απολύτως ανάγκη εθνική, κοινωνική η άλλη για την αναθεώρηση και αλλαγή του άρθρου 3 του Συντάγματος ή για την εισαγωγή μιας ιδεολογικά, πολιτικά, νομικά και επιστημονικά αόριστης , ηθελημένα συνθηματικής και αμφίσημης και δήθεν εκσυγχρονιστικής ρήτρας περί ουδετερόθρησκου κράτους. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το άρθρο 13 του Συντάγματος εγγυάται απολύτως το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες».
Ενώ, από την άλλη πλευρά ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων κ. Δημήτριος δήλωσε ότι: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επιθυμεί την τροποποίηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο έγινε στον καιρό του με πάρα πολλές θυσίες και αναμονές και τιμά το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμό διεθνούς δικαίου και ρυθμίζει τις σχέσεις του με την ελληνική πολιτεία και την ελληνική Εκκλησία και αποτρέπει κρίσεις που υπήρξαν στο παρελθόν».
Συμφωνώ με την άποψη της Κυβερνήσεως για την αναγκαιότητα αναθεωρήσεως του άρθρου 3, διαφωνώ όμως ως προς την πρόταση, που κατατέθηκε.
Διαφωνώ με την άποψη της Αντιπολιτεύσεως, της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι θεωρώ ότι η αναθεώρηση του άρθρου 3 είναι αναγκαία.
Και θα εξηγήσω αμέσως τους λόγους.
Α. Κατά την διάταξη της παραγράφου 1 εδ. β΄ και γ΄ του άρθρου 3 του Συντάγματος: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων…».
Ο χαρακτηρισμός αυτός της Εκκλησίας της Ελλάδος ως «αυτοκέφαλης» περιελήφθη στις διατάξεις του πρώτου μετά την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 Συντάγματος του 1864 και ειδικότερα στο άρθρο 2 εδ. β΄. Έκτοτε, ο χαρακτηρισμός αυτός επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 2 εδ. β΄ του Συντάγματος του 1911 και στο άρθρο 1 πργφ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος του 1927, αποδίδοντας πράγματι το ισχύον νομικό και κανονικό καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τούτο, διότι μέχρι τότε, υπήρχε πλήρης ταύτιση των γεωγραφικών ορίων της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος με τα γεωγραφικά όρια της «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος».
Ένα έτος μετά το Σύνταγμα του 1927, εκδίδεται η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, διά της οποίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος επιτροπικώς και μόνον κατά την διοίκηση τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». Από τούδε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος παύει να είναι μόνον η «αυτοκέφαλος» και συνίσταται πλέον από δύο τμήματα, την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», απαρτίζοντας πλέον την «Εκκλησία της Ελλάδος».
Παρά ταύτα, στις σχετικές διατάξεις των μεταγενεστέρων Συνταγμάτων του 1952 και του 1974, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 1986 και το 2001, ουδεμία μεταβολή επήλθε.
Αποτέλεσμα της παραλείψεως αυτής είναι, να υπάρχει έκτοτε μια διάσταση μεταξύ της εκάστοτε συνταγματικής διατάξεως και του ισχύοντος νομοκανονικού καθεστώτος.
Ουσιαστικώς, η ισχύουσα συνταγματική διάταξη, ενώ αναφέρεται ρητώς στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, ρυθμίζει εντελώς αντίθετα προς τις διατάξεις αυτού το καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο διά των αποφάσεων του, δηλαδή: 1) του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, 2) των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων του 1866 και του 1882 και 3) της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, έχει καθορίσει το κανονικό καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, η διάταξη του άρθρου 3 ρυθμίζει το θέμα εντελώς διαφορετικά, παραβλέποντας τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Και ερωτώ: Δεν υπάρχει ανάγκη — εθνική, κοινωνική ή όπως αλλιώς θέλετε να την χαρακτηρίσετε — αναθεωρήσεως της διατάξεως του άρθρου 3; Και ένα άλλο ερώτημα: Η παράβλεψη αυτή, όχι βεβαίως ηθελημένη, αποτελεί απόδειξη σεβασμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως θεσμού διεθνούς δικαίου; Πώς είναι δυνατόν μία συνταγματική διάταξη, που δεν λαμβάνει υπόψιν της τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να γίνεται δεκτό από το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι συνιστά πλήρη απόδειξη σεβασμού αυτού ως θεσμού διεθνούς δικαίου; Απλώς, δεν είναι δυνατόν. Και η υποστήριξη μιας τέτοιας απόψεως ελέγχεται ως εσφαλμένη, διότι οδηγεί σε άτοπο.
Β. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 πργφ. 1 εδ. γ΄: «Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Η διάταξη αυτή, λόγω του τρόπου με τον οποίο συνετάγη, δημιούργησε αρκετά προβλήματα ως προς την ερμηνεία της, με αποτέλεσε να κληθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας να εισφέρει με τις αποφάσεις στην επίλυση των προβλημάτων αυτών. Αποτέλεσμα ήταν, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να διατυπώσει απόψεις, οι οποίες παρερμήνευαν το περιεχόμενο των δύο κυρίων συστατικών Πράξεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.
Θα στηριχθώ στην νεότερη και σημαντικότερη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την υπ’ αριθ. 410/2008.
Η ως άνω απόφαση εκδόθηκε επί της από 23.6.2004 ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως: α) κατά της από 26.4.2004 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το μέρος που με αυτήν αποφασίσθηκε η πλήρωση της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης διά καταστάσεως (μεταθέσεως) και εξελέγη, στη συνέχεια, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος και β) κατά του από 11.5.2004 Προεδρικού Διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως του ως άνω εκλεγέντος στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αποφάσεως, τα κυριότερα ζητήματα, τα οποία μεταξύ άλλων απασχόλησαν το Δικαστήριο σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν: α) αν από το ισχύον Σύνταγμα, και ειδικότερα από το άρθρο 3 § 1 αυτού, κατοχυρώνεται το σύνολο ή όχι της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και ειδικότερα αν κατοχυρώνεται συνταγματικώς:
α) ο Ε΄ όρος αυτής, που προβλέπει το αμετάθετο από Μητρόπολη των Νέων Χωρών σε Μητρόπολη των Νέων Χωρών, καθώς και το αμέσως συνδεδεμένο ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 24 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (η σχετική διάταξη προβλέπει τη διαδικασία πληρώσεως χηρευούσης μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος διά εκλογής ή διά μεταθέσεως) και
β) ο Ζ΄ όρος της αυτής Πράξεως, ο οποίος προβλέπει την αναγγελία στον Οικουμενικό Πατριάρχη της προσκλήσεως των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών για συμμετοχή αυτών στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, η απόφαση ασπάστηκε την πάγια θέση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (Βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 3178/1976, 545 — 546/1978 και νεότερη ΣτΕ 3762/2002), ότι δηλαδή η κατοχύρωση της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 δεν εκτείνεται στο σύνολο της ως άνω Πράξεως του 1928 αλλά μόνο επί των διατάξεων, οι οποίες αναφέρονται στον τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και κατ’ ίσο αριθμό από τις επαρχίες της Παλαιάς Ελλάδας και των Νέων Χωρών, ώστε να καταστεί αδύνατη στο μέλλον η δημιουργία αριστίνδην Συνόδων.
Με αφετηρία αυτό το σκεπτικό η ως άνω απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «…Συνεπώς, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά και η διάταξη του Ε΄ όρου της ως άνω Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης, με τον οποίο απαγορεύονται οι αρχιερατικές μεταθέσεις από επαρχία σε επαρχία των Νέων Χωρών, στις οποίες υπάγεται και η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχει, κατά τούτο συνταγματικός περιορισμός, δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει ότι η πλήρωση Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών δύναται να γίνεται και διά μεταθέσεως. Ενόψει αυτού, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 24 του ν. 590/1977, η οποία προβλέπει την, κατ’ εξαίρεση και υπό τις εκτεθείσες σ’ αυτήν προϋποθέσεις, διά μεταθέσεως πλήρωση Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών είναι εφαρμοστέα, διότι δεν αντίκειται στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος».
Την ίδια άποψη διατύπωσε το Δικαστήριο και ως προς το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή της εφαρμογής ή μη του Ζ΄ όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928: «Εξάλλου, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα, κατοχυρώνονται συνταγματικά μόνον οι διατάξεις των ως άνω κειμένων, οι οποίες αφορούν στον τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, δεν κατοχυρώνεται από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος η διάταξη του Ζ΄ όρου της ως άνω Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης». Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: «Η τήρηση του τύπου που θεσπίζεται με τον όρο αυτό δεν αποτελεί υποχρέωση, επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα, η μη τήρησή του δεν εν προκειμένω, εφ’ όσον δεν επιβάλλεται ούτε από άλλην εφαρμοστέαν εν προκειμένω διάταξιν, δεν καθιστά άκυρη την διαδικασία πλήρωσης της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης».
Κατόπιν των παραπάνω θέσεων, το Δικαστήριο απέρριψε ως νόμω αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αιτούντος ως προς την ακυρότητα αμφοτέρων των πράξεων που προσέβαλε με την αίτηση ακυρώσεως.
Οι θέσεις αυτές ελέγχονται για την ορθότητά τους για τους εξής λόγους:
Είναι γεγονός ότι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 προσδίδει στην Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος την ιδιότητα της «διαρκούς», η οποία συγκροτείται από Αρχιερείς, που προσκαλούνται αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας και έχει ως Πρόεδρο τον Προκαθήμενο της Μητροπόλεως (τότε) και ήδη Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Και είναι επίσης αληθές, ότι ο τρόπος συγκροτήσεως προσιδιάζει προς αυτόν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου υπό την ισχύ του νυν Καταστατικού Χάρτη, αφού κατά την § 1 του άρθρου 7 αυτού η Διαρκής Ιερά Σύνοδος συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως Πρόεδρο, και δώδεκα Αρχιερείς, οι οποίοι λαμβάνονται εξ ημισείας από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και από τις Μητροπόλεις των Ν. Χωρών κατά την σειρά των πρεσβείων Αρχιερωσύνης και εκ περιτροπής («…συνισταμένην εξ Αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, Πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν Ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών…»).
Όμως, η «διαρκής» αυτή Σύνοδος ορίζεται από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 ως «υπέρτατη εκκλησιαστική αρχή» («…υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκήν…»), πράγμα το οποίο σημαίνει, πως ο εν λόγω Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος προσδιόρισε το ανώτατο συλλογικό όργανο, στο οποίο ανατίθεται η διοίκηση της νεοσυσταθείσης Εκκλησίας, και όχι το διαρκές όργανο διοικήσεως, το οποίο συνεδριάζει και ασκεί διοίκηση κατά το διάστημα, που το πρώτο δεν συγκαλείται.
Με αποτέλεσμα και ο όρος «διαρκής» να έχει χρονική χροιά και να υποδηλώνει το όργανο εκείνο, το οποίο ασκεί αδιαλείπτως και όχι κατά περιόδους την διοίκηση της Εκκλησίας, και όχι το όργανο που υπό τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη ορίζεται ως Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Υπό αυτό το πρίσμα και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 σε συμφωνία με τον προηγηθέντα Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 όρισε ότι: (βλ. τον Β΄ Όρο αυτής: «Άμεσος ως εκ τούτου κεντρική και των Επαρχιών τούτων ανωτέρα εκκλησιαστική αρχή αναγνωρίζεται εφεξής η εν Αθήναις Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ής συμμετέχουσι…», λαμβάνοντας σαφώς ως δεδομένη την ύπαρξη ενός διοικητικού οργάνου, το οποίο ασκεί πλήρη διοίκηση, και στο οποίο υπάγονται από και δια της ως άνω Πράξεως και οι Μητροπόλεις των Ν. Χωρών.
Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το άρθρο Β΄ του πρώτου μετά την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 Καταστατικού Χάρτη, ήτοι του Ν. ΣΑ΄/1852, όπου ρητώς ορίζεται ότι: «Ανωτάτη εν τω βασιλείω εκκλησιαστική αρχή υπάρχει Σύνοδος διαρκής, φέρουσα το όνομα Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Καθεδρεύει δε διαρκώς εν τη καθέδρα του βασιλείου και έχει σφραγίδα ιδίαν,…».
Η σχετική διάταξη προσδιορίζει και καταδεικνύει, όπως και ο Πατριαρχικός και Συνοδικό Τόμος του 1850, την Ιερά Σύνοδο ως την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και προσδίδει σ’ αυτήν τον χαρακτήρα της «διαρκούς» υπό την έννοια της συνέχειας της διοικήσεως και της αδιάλειπτης ασκήσεως αυτής, αφού ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός δεν συνοδεύει τον τίτλο της Συνόδου, ο οποίος παραμένει με βάση τις επιταγές του Τόμου «Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Η θέση αυτή ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο και από την πρόβλεψη στην ίδια διάταξη, ότι η διαρκής έδρα της θα είναι η πρωτεύουσα του Κράτους. Και η διάρκεια στην περίπτωση αυτή δηλώνει σαφώς το συνεχές και την μονιμότητα της έδρας της.
Περαιτέρω, και τα καθήκοντα, τα οποία ανατίθενται στην ως άνω Σύνοδο (βλ. σχετ. τις διατάξεις των άρθρων Ζ΄, Η΄ και Θ΄ του Ν. ΣΑ΄/1852), αρμόζουν σε Ιερά Σύνοδο, που συνιστά το ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας, και όχι σε αντίστοιχο διαρκές όργανο, υπό την μορφή που λειτουργεί από και διά του Νομοθετικού Διατάγματος της 26ης Σεπτεμβρίου 1925 «Περί συστάσεως Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Καταστατικού Νόμου της 31 Δεκεμβρίου 1923 της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος», δια του οποίου ιδρύεται για πρώτη φορά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τέλος, το θέμα έχω την γνώμη ότι το ξεκαθαρίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος του 1923, διότι απαλείφεται πλέον ο όρος «διαρκής» και ορίζεται στο εξής ότι: α) ανώτατη διοικητική αρχή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Ιερά Σύνοδος αυτής, της οποίας μέλη είναι οι Προκαθήμενοι των Επισκοπών της και β) η Ιερά Σύνοδος συνέρχεται στην πρωτεύουσα του Κράτους και μάλιστα τακτικώς μεν άπαξ του έτους, εκτάκτως δε όποτε παραστεί ανάγκη (βλ. άρθρο 2: «Ανωτάτη εν τω Κράτει Εκκλησιαστική Αρχή είναι η Σύνοδος των εχόντων Επισκοπάς Αρχιερέων της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, φέρουσα το όνομα Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, προεδρευομένη υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος».
Η αντικατάσταση, δε, του επιρρήματος «διαρκώς» του Καταστατικού Χάρτη του 1852 (βλ. άρθρο Β΄ εδ. β΄) με τα επιρρήματα «τακτικώς» και «εκτάκτως» ενισχύει την άποψη περί της χρονικής χροιάς του όρου «διαρκής» του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850.
Β) Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, και μάλιστα υπό την μορφή που οι υπό σχολιασμόν αποφάσεις θεωρούν, ιδρύεται το πρώτον – όπως προαναφέρθηκε — με το Νομοθετικό Διάταγμα της 26ης Σεπτεμβρίου 1925, στο οποίο και καθίσταται σαφής τόσο η διάκριση αυτής από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας — η οποία προσδιορίζεται ως η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή — όσον και ο ρόλος της, που δεν είναι άλλος από την υπό προϋποθέσεις εκπροσώπηση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (βλ. άρθρο 1 Ν.Δ. της 26ης Σεπτεμβρίου 1925: «Καθιστάται Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις εκπροσωπεί την Ανωτάτην Εκκλησιαστικήν Αρχήν, ήτοι την Σύνοδον της Ιεραρχίας υπό πάσαν άποψιν, πλην…»).
Το διακριτό των δύο οργάνων, τόσο ως προς σύστασή τους και λειτουργία τους όσο και ως προς τις αρμοδιότητες τους επαναδιατυπώνεται από τούδε:
α) στο άρθρο 2 του Ν. 5187/1931 (Καταστατικός νόμος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος).
β) στο άρθρο 2 του κωδικοποιημένου νόμου 5438/1932 «Περί κωδικοποιήσεως των περί Καταστατικού νόμου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος ισχυουσών διατάξεων».
γ) στο άρθρο 2 του α.ν. 2170/1940 «Περί Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου παρά την διαφοροποίηση, που παρατηρείται στην διατύπωση σε σχέση με τις προγενέστερες διατάξεις των προϊσχυσάντων Καταστατικών Χαρτών, αφού η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας χαρακτηρίζεται ως ανωτάτη εποπτεύουσα Εκκλησιαστική Αρχή, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος χαρακτηρίζεται ως ανωτάτη Εκκλησιαστική Διοικητική Αρχή, η διάκριση μεταξύ των δύο οργάνων είναι σαφής.
δ) στο άρθρο 2 του Ν. 671/1943 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησία της Ελλάδος», στο οποίο επανέρχεται η διατύπωση των προ του Καταστατικού Χάρτη του 1940 διατάξεων και
ε) στο άρθρο 3 του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, όπου επίσης γίνεται σαφής διάκριση των δύο οργάνων και του ρόλου τους, αφού η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας χαρακτηρίζεται ως η ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ως το διαρκές διοικητικό όργανο αυτής.
Συμπερασματικώς, σαφής βούληση των συντακτών του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 ήταν ο ορισμός συνοδικού οργάνου, το οποίο ως μόνη ανώτατη διοικητική αρχή θα ασκούσε πλήρως την διοίκηση της νεοσυσταθείσης Εκκλησίας, και όχι βεβαίως ο ορισμός οργάνου, το οποίο θα ασκούσε καθήκοντα αντιπροσώπου υπό την μορφή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη.
Πολλώ δε μάλλον όταν ο ορισμός ενός τέτοιου οργάνου – αντιπροσώπου προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία ετέρου, το οποίο και θα αντιπροσωπεύεται, ενώ ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 ένα όργανο ορίζει ως διοικητική αρχή, το οποίο μάλιστα συνιστάται και το πρώτο δι’ αυτού. Συνεπώς, η άποψη του Δικαστηρίου ότι το αναφερόμενο στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο συνοδικό όργανο είναι όχι η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή αλλά το διαρκές όργανο, δηλαδή η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ελέγχεται ως μη ορθή.
Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι το διοικητικό όργανο, που αναφέρεται στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 όργανο και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, δεν είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αλλά η αντίστοιχη σήμερα Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, συνάγεται σε δεύτερο στάδιο ότι και το ισχύον Σύνταγμα, όταν στην διάταξη του εδ. γ΄ του άρθρου 3 ορίζει ότι: «…Είναι αυτοκέφαλος και διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου της κθ΄ (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», σημαίνει ότι:
α) ως συγκροτούμενη κατά τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη εννοεί την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και όχι την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Και τούτο, διότι δεν νοείται συνταγματική κατοχύρωση της συγκροτήσεως του διαρκούς οργάνου και όχι της ανώτατης διοικητικής αρχής, η οποία συνιστά και την αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη και λειτουργία το πρώτου. Όταν μάλιστα κατοχυρώνεται συνταγματικώς και ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850, ο οποίος — όπως προαναφέρθηκε — ορίζει την υπέρτατη διοικητική αρχή, ως είναι σήμερα η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, και όχι Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Εάν δεχθούμε ως ορθή την άποψη του Δικαστηρίου θα πρέπει τότε να δεχθούμε πρώτον ότι το Σύνταγμα δίδει πρωτεύοντα ρόλο στο διαρκές όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι στην ανώτατη διοικητική αρχή της, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και δεύτερον ότι ενώ κατοχυρώνει τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 έστω και εν μέρει, κατά την άποψη αυτή εισάγει διαφορετική από αυτόν ρύθμιση, αφού — όπως αποδείχθηκε παραπάνω — ο Τόμος αυτός ορίζει την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι το διαρκές όργανό της και
β) η παραπομπή στις διατάξεις των δύο πράξεων αφορά και στα δύο κεφαλαιώδη ζητήματα, τα οποία αναφέρονται στο ως άνω εδάφιο, δηλαδή στο νομοκανονικό καθεστώς καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος και στην συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της, και εφόσον δεν γίνεται διάκριση, η παραπομπή αυτή ‑ειδικά ως προς τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 — αφορά και στο σύνολο των διατάξεων των Πράξεων αυτών.
Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και η διάταξη της § 2 του άρθρου 1 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ορίζει — πλήν του αυτοκεφάλου καθεστώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος — ότι αυτή εντός των πλαισίων του Συντάγματος αυτοδιοικείται δια των εν ενεργεία Μητροπολιτών της και όχι γενικώς και αφηρημένως από εν ενεργεία Μητροπολίτες. Και ως τέτοιοι νοούνται σαφώς άπαντες οι εν ενεργεία Μητροπολίτες, όπως προβλέπει η § 1 του άρθρου 3 του Καταστατικού Χάρτη, και όχι μερικοί εξ αυτών, όπως προβλέπει η § 1 του άρθρου 7 του αυτού Χάρτη για την σύνθεση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Εάν επρόκειτο για τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, τότε η προαναφερθείσα § 1 του άρθρου 2 δεν θα μιλούσε περί διοικήσεως «δια των εν ενεργεία Μητροπολιτών» αλλά «δια εν ενεργεία Μητροπολιτών».
Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται νομίζω σαφές, ότι και στην περίπτωση υφίσταται ανάγκη αναθεωρήσεως της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 3.
Όπως επίσης καθίσταται σαφές, ότι οι αποφάσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν έτυχαν και στην περίπτωση αυτή του δέοντος σεβασμού.
Η μόνη διαφορά από την πρώτη περίπτωση είναι ότι εδώ δεν είναι η ελληνική Πολιτεία, που μέσω του Συντάγματος ρυθμίζει τα θέματα αντίθετα προς τις αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά η ελληνική δικαιοσύνη μέσω της εσφαλμένης ερμηνείας της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος.
Η οποία ερμηνεία έρχεται σε πλήρη αντίθεση, όχι μόνο με το «γράμμα» των διατάξεων του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 αλλά και με το «πνεύμα» αυτών και με την βούληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Θίγεται, δε, και η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού κατά την ερμηνεία της σχετικής διατάξεως γίνεται δεκτό, ότι το Σύνταγμα δεν ασχολείται με το κύριο όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά με το διαρκές διοικητικό όργανο αυτής.
Και θέτω εκ νέου το ίδιο ερώτημα: Όταν η ερμηνεία του άρθρου 3 από την ελληνική δικαιοσύνη οδηγεί σε αποδοχή όχι της πλήρους αλλά της μερικής ισχύος των δύο ως άνω Πράξεων, αυτό σημαίνει ότι η σχετική συνταγματική διάταξη διασφαλίζει το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως θεσμού του διεθνούς δικαίου;
Είναι δυνατόν η μη αποδοχή στο σύνολό τους των ως άνω Πράξεων (Τόμος 1850 και Πράξη 1928) να συνιστά απόδειξη σεβασμού του θεσμού, που εξέδωσε τις Πράξεις αυτές; Δυστυχώς, σε καμία περίπτωση.
Και όταν το άρθρο 3 του Συντάγματος φέρεται κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία να λαμβάνει υπόψιν όχι το κύριο άλλα το διαρκές όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι δυνατόν η Εκκλησία της Ελλάδος να ισχυρίζεται ότι όλα βαίνουν καλώς και δεν χρειάζεται αναθεώρηση η διάταξη αυτή; Δυστυχώς είναι δυνατό, ενώ δεν θα έπρεπε.
Ελπίζω, ότι η συμπόρευση Εκκλησίας της Ελλάδος — Οικουμενικού Πατριαρχείου, ορθή ως προς την ουσία της αλλά εσφαλμένη ως προς την βάση της, θα συνεχισθεί αλλά επί της ορθής βάσεως. Και η ορθή βάση είναι η αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος.
Το πώς θα έπρεπε, να διατυπωθεί το άρθρο 3 σε περίπτωση αναθεωρήσεως, έχω ήδη αναφερθεί σε παλαιότερα άρθρα μου, παραθέτοντας και την σχετική πρόταση. Μια πρόταση, η οποία λαμβάνει υπόψιν έναν σημαντικό παράγοντα, τον διφυή χαρακτήρα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος συνίσταται:
α) στην νομική αντιμετώπισή της ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η οποία συνέχεται αμέσως με το ζήτημα των σχέσεων Κράτους — Εκκλησίας και
β) στην κανονική αντιμετώπιση της ως συνύπαρξη δύο διαφορετικών κανονικών καθεστώτων, που συνέχεται αμέσως με το ζήτημα των διεκκλησιαστικών σχέσεων Εκκλησίας Ελλάδος με Οικουμενικό Πατριαρχείο και λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Πηγή www.romfea.gr