- Διαφήμιση -

Φανάρι – Αθήνα και το λάθος της μη αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος

Μια από τις προτεινόμενες για αναθεώρηση διατάξεις του Συντάγματος είναι και αυτή του άρθρου 3, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.

Γρά­φει ο Δρ. Ανα­στά­σιος Βαβού­σκος στην Romfea.gr
Δικη­γό­ρος 
Διδά­κτωρ του Εκκλη­σια­στι­κού Δικαί­ου της Νομι­κής Σχο­λής ΑΠΘ

Η Κυβέρ­νη­ση τάχθη­κε υπέρ της ανα­θε­ω­ρή­σε­ως. Η Αντι­πο­λί­τευ­ση τάχθη­κε κατά της ανα­θε­ω­ρή­σε­ως, η άπο­ψη δε αυτή επι­κρά­τη­σε τόσο στην Εκκλη­σία της Ελλά­δος όσο και στο Οικου­με­νι­κό Πατριαρχείο.

Ούτως, ο Διευ­θυ­ντής του Γρα­φεί­ου Τύπου, Ενη­με­ρώ­σε­ως και Επι­κοι­νω­νί­ας της Ιεράς Αρχιε­πι­σκο­πής Αθη­νών Χάρης Κονι­δά­ρης δήλω­σε ότι: «Η πάγια θέση του Αρχιε­πι­σκό­που και της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος είναι γνω­στή σε όλους και δια­τυ­πω­μέ­νη πλει­στά­κις με σαφή­νεια και κατη­γο­ρη­μα­τι­κό­τη­τα: δεν υπάρ­χει κανέ­νας απο­λύ­τως λόγος και καμία απο­λύ­τως ανά­γκη εθνι­κή, κοι­νω­νι­κή η άλλη για την ανα­θε­ώ­ρη­ση και αλλα­γή του άρθρου 3 του Συντάγ­μα­τος ή για την εισα­γω­γή μιας ιδε­ο­λο­γι­κά, πολι­τι­κά, νομι­κά και επι­στη­μο­νι­κά αόρι­στης , ηθε­λη­μέ­να συν­θη­μα­τι­κής και αμφί­ση­μης και δήθεν εκσυγ­χρο­νι­στι­κής ρήτρας περί ουδε­τε­ρό­θρη­σκου κρά­τους. Ιδιαί­τε­ρα μάλι­στα όταν το άρθρο 13 του Συντάγ­μα­τος εγγυά­ται απο­λύ­τως το απα­ρα­βί­α­στο της θρη­σκευ­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας για όλους τους πολίτες».

Ενώ, από την άλλη πλευ­ρά ο Μητρο­πο­λί­της Γέρων Πρι­γκη­πον­νή­σων κ. Δημή­τριος δήλω­σε ότι: «Το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο δεν επι­θυ­μεί την τρο­πο­ποί­η­ση του άρθρου 3 του Συντάγ­μα­τος, το οποίο έγι­νε στον και­ρό του με πάρα πολ­λές θυσί­ες και ανα­μο­νές και τιμά το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο ως θεσμό διε­θνούς δικαί­ου και ρυθ­μί­ζει τις σχέ­σεις του με την ελλη­νι­κή πολι­τεία και την ελλη­νι­κή Εκκλη­σία και απο­τρέ­πει κρί­σεις που υπήρ­ξαν στο παρελθόν».

Συμ­φω­νώ με την άπο­ψη της Κυβερ­νή­σε­ως για την ανα­γκαιό­τη­τα ανα­θε­ω­ρή­σε­ως του άρθρου 3, δια­φω­νώ όμως ως προς την πρό­τα­ση, που κατατέθηκε.

Δια­φω­νώ με την άπο­ψη της Αντι­πο­λι­τεύ­σε­ως, της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος και του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου, διό­τι θεω­ρώ ότι η ανα­θε­ώ­ρη­ση του άρθρου 3 είναι αναγκαία.
Και θα εξη­γή­σω αμέ­σως τους λόγους.

Α. Κατά την διά­τα­ξη της παρα­γρά­φου 1 εδ. β΄ και γ΄ του άρθρου 3 του Συντάγ­μα­τος: «Η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία της Ελλά­δας, που γνω­ρί­ζει κεφα­λή της τον Κύριο ημών Ιησού Χρι­στό, υπάρ­χει ανα­πό­σπα­στα ενω­μέ­νη δογ­μα­τι­κά με τη Μεγά­λη Εκκλη­σία της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και με κάθε άλλη ομό­δο­ξη Εκκλη­σία του Χρι­στού τηρεί απα­ρα­σά­λευ­τα, όπως εκεί­νες, τους ιερούς απο­στο­λι­κούς και συνο­δι­κούς κανό­νες και τις ιερές παρα­δό­σεις. Είναι αυτο­κέ­φα­λη, διοι­κεί­ται από την Ιερά Σύνο­δο των εν ενερ­γεία Αρχιερέων…».

Ο χαρα­κτη­ρι­σμός αυτός της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος ως «αυτο­κέ­φα­λης» περιε­λή­φθη στις δια­τά­ξεις του πρώ­του μετά την έκδο­ση του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850 Συντάγ­μα­τος του 1864 και ειδι­κό­τε­ρα στο άρθρο 2 εδ. β΄. Έκτο­τε, ο χαρα­κτη­ρι­σμός αυτός επα­να­λαμ­βά­νε­ται και στο άρθρο 2 εδ. β΄ του Συντάγ­μα­τος του 1911 και στο άρθρο 1 πργφ. 2 εδ. β΄ του Συντάγ­μα­τος του 1927, απο­δί­δο­ντας πράγ­μα­τι το ισχύ­ον νομι­κό και κανο­νι­κό καθε­στώς της Ορθό­δο­ξης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος. Και τού­το, διό­τι μέχρι τότε, υπήρ­χε πλή­ρης ταύ­τι­ση των γεω­γρα­φι­κών ορί­ων της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος με τα γεω­γρα­φι­κά όρια της «Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σί­ας της Ελλάδος».

Ένα έτος μετά το Σύνταγ­μα του 1927, εκδί­δε­ται η Πατριαρ­χι­κή και Συνο­δι­κή Πρά­ξη του 1928, διά της οποί­ας το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο παρα­χω­ρεί στην Αυτο­κέ­φα­λη Εκκλη­σία της Ελλά­δος επι­τρο­πι­κώς και μόνον κατά την διοί­κη­ση τις Μητρο­πό­λεις των «Νέων Χωρών». Από τού­δε η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία της Ελλά­δος παύ­ει να είναι μόνον η «αυτο­κέ­φα­λος» και συνί­στα­ται πλέ­ον από δύο τμή­μα­τα, την Αυτο­κέ­φα­λη Εκκλη­σία της Ελλά­δος και τις Μητρο­πό­λεις των «Νέων Χωρών», απαρ­τί­ζο­ντας πλέ­ον την «Εκκλη­σία της Ελλάδος».

Παρά ταύ­τα, στις σχε­τι­κές δια­τά­ξεις των μετα­γε­νε­στέ­ρων Συνταγ­μά­των του 1952 και του 1974, όπως αυτό ανα­θε­ω­ρή­θη­κε το 1986 και το 2001, ουδε­μία μετα­βο­λή επήλθε.

Απο­τέ­λε­σμα της παρα­λεί­ψε­ως αυτής είναι, να υπάρ­χει έκτο­τε μια διά­στα­ση μετα­ξύ της εκά­στο­τε συνταγ­μα­τι­κής δια­τά­ξε­ως και του ισχύ­ο­ντος νομο­κα­νο­νι­κού καθεστώτος.

Ουσια­στι­κώς, η ισχύ­ου­σα συνταγ­μα­τι­κή διά­τα­ξη, ενώ ανα­φέ­ρε­ται ρητώς στον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850, ρυθ­μί­ζει εντε­λώς αντί­θε­τα προς τις δια­τά­ξεις αυτού το καθε­στώς της Εκκλη­σί­ας της Ελλάδος.

Και ενώ το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο διά των απο­φά­σε­ων του, δηλα­δή: 1) του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850, 2) των Πατριαρ­χι­κών και Συνο­δι­κών Πρά­ξε­ων του 1866 και του 1882 και 3) της Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξε­ως του 1928, έχει καθο­ρί­σει το κανο­νι­κό καθε­στώς της Ορθό­δο­ξης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, η διά­τα­ξη του άρθρου 3 ρυθ­μί­ζει το θέμα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά, παρα­βλέ­πο­ντας τις απο­φά­σεις του Οικου­με­νι­κού Πατριαρχείου.

Και ερω­τώ: Δεν υπάρ­χει ανά­γκη — εθνι­κή, κοι­νω­νι­κή ή όπως αλλιώς θέλε­τε να την χαρα­κτη­ρί­σε­τε — ανα­θε­ω­ρή­σε­ως της δια­τά­ξε­ως του άρθρου 3; Και ένα άλλο ερώ­τη­μα: Η παρά­βλε­ψη αυτή, όχι βεβαί­ως ηθε­λη­μέ­νη, απο­τε­λεί από­δει­ξη σεβα­σμού του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου ως θεσμού διε­θνούς δικαί­ου; Πώς είναι δυνα­τόν μία συνταγ­μα­τι­κή διά­τα­ξη, που δεν λαμ­βά­νει υπό­ψιν της τις απο­φά­σεις του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου, να γίνε­ται δεκτό από το ίδιο το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο, ότι συνι­στά πλή­ρη από­δει­ξη σεβα­σμού αυτού ως θεσμού διε­θνούς δικαί­ου; Απλώς, δεν είναι δυνα­τόν. Και η υπο­στή­ρι­ξη μιας τέτοιας από­ψε­ως ελέγ­χε­ται ως εσφαλ­μέ­νη, διό­τι οδη­γεί σε άτοπο.

Β. Περαι­τέ­ρω, κατά το άρθρο 3 πργφ. 1 εδ. γ΄: «Είναι αυτο­κέ­φα­λη, διοι­κεί­ται από την Ιερά Σύνο­δο των εν ενερ­γεία Αρχιε­ρέ­ων και από τη Διαρ­κή Ιερά Σύνο­δο που προ­έρ­χε­ται από αυτή και συγκρο­τεί­ται όπως ορί­ζει ο Κατα­στα­τι­κός Χάρ­της της Εκκλη­σί­ας, με τήρη­ση των δια­τά­ξε­ων του Πατριαρ­χι­κού Τόμου της κθ’ (29) Ιου­νί­ου 1850 και της Συνο­δι­κής Πρά­ξης της 4ης Σεπτεμ­βρί­ου 1928».

Η διά­τα­ξη αυτή, λόγω του τρό­που με τον οποίο συνε­τά­γη, δημιούρ­γη­σε αρκε­τά προ­βλή­μα­τα ως προς την ερμη­νεία της, με απο­τέ­λε­σε να κλη­θεί το Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τεί­ας να εισφέ­ρει με τις απο­φά­σεις στην επί­λυ­ση των προ­βλη­μά­των αυτών. Απο­τέ­λε­σμα ήταν, το Ανώ­τα­το Ακυ­ρω­τι­κό Δικα­στή­ριο να δια­τυ­πώ­σει από­ψεις, οι οποί­ες παρερ­μή­νευαν το περιε­χό­με­νο των δύο κυρί­ων συστα­τι­κών Πρά­ξε­ων της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, δηλα­δή τον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 και την Πατριαρ­χι­κή και Συνο­δι­κή Πρά­ξη του 1928.

Θα στη­ρι­χθώ στην νεό­τε­ρη και σημα­ντι­κό­τε­ρη από­φα­ση της Ολο­μέ­λειας του Συμ­βου­λί­ου της Επι­κρα­τεί­ας, την υπ’ αριθ. 410/2008.

Η ως άνω από­φα­ση εκδό­θη­κε επί της από 23.6.2004 ασκη­θεί­σης αιτή­σε­ως ακυ­ρώ­σε­ως: α) κατά της από 26.4.2004 απο­φά­σε­ως της Ιεράς Συνό­δου της Ιεραρ­χί­ας της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος κατά το μέρος που με αυτήν απο­φα­σί­σθη­κε η πλή­ρω­ση της Ιεράς Μητρο­πό­λε­ως Θεσ­σα­λο­νί­κης διά κατα­στά­σε­ως (μετα­θέ­σε­ως) και εξε­λέ­γη, στη συνέ­χεια, Μητρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης ο μέχρι τότε Μητρο­πο­λί­της Αλε­ξαν­δρου­πό­λε­ως Άνθι­μος και β) κατά του από 11.5.2004 Προ­ε­δρι­κού Δια­τάγ­μα­τος περί ανα­γνω­ρί­σε­ως και κατα­στά­σε­ως του ως άνω εκλε­γέ­ντος στην Ιερά Μητρό­πο­λη Θεσσαλονίκης

Όπως προ­κύ­πτει από το αιτιο­λο­γι­κό της απο­φά­σε­ως, τα κυριό­τε­ρα ζητή­μα­τα, τα οποία μετα­ξύ άλλων απα­σχό­λη­σαν το Δικα­στή­ριο σ’ αυτήν την περί­πτω­ση ήταν: α) αν από το ισχύ­ον Σύνταγ­μα, και ειδι­κό­τε­ρα από το άρθρο 3 § 1 αυτού, κατο­χυ­ρώ­νε­ται το σύνο­λο ή όχι της Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξε­ως του 1928 και ειδι­κό­τε­ρα αν κατο­χυ­ρώ­νε­ται συνταγματικώς:

α) ο Ε΄ όρος αυτής, που προ­βλέ­πει το αμε­τά­θε­το από Μητρό­πο­λη των Νέων Χωρών σε Μητρό­πο­λη των Νέων Χωρών, καθώς και το αμέ­σως συν­δε­δε­μέ­νο ζήτη­μα της συνταγ­μα­τι­κό­τη­τας της δια­τά­ξε­ως του άρθρου 24 του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος (η σχε­τι­κή διά­τα­ξη προ­βλέ­πει τη δια­δι­κα­σία πλη­ρώ­σε­ως χηρευού­σης μητρο­πό­λε­ως της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος διά εκλο­γής ή διά μετα­θέ­σε­ως) και

β) ο Ζ΄ όρος της αυτής Πρά­ξε­ως, ο οποί­ος προ­βλέ­πει την αναγ­γε­λία στον Οικου­με­νι­κό Πατριάρ­χη της προ­σκλή­σε­ως των Μητρο­πο­λι­τών των Νέων Χωρών για συμ­με­το­χή αυτών στις εργα­σί­ες της Ιεράς Συνόδου.

Ως προς το πρώ­το ζήτη­μα, η από­φα­ση ασπά­στη­κε την πάγια θέση της νομο­λο­γί­ας του Συμ­βου­λί­ου της Επι­κρα­τεί­ας (Βλ. ενδει­κτι­κώς ΣτΕ 3178/1976, 545 — 546/1978 και νεό­τε­ρη ΣτΕ 3762/2002), ότι δηλα­δή η κατο­χύ­ρω­ση της συνταγ­μα­τι­κής δια­τά­ξε­ως του άρθρου 3 παρ. 1 δεν εκτεί­νε­ται στο σύνο­λο της ως άνω Πρά­ξε­ως του 1928 αλλά μόνο επί των δια­τά­ξε­ων, οι οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται στον τρό­πο συγκρο­τή­σε­ως της Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου κατά τα πρε­σβεία της αρχιε­ρω­σύ­νης και κατ’ ίσο αριθ­μό από τις επαρ­χί­ες της Παλαιάς Ελλά­δας και των Νέων Χωρών, ώστε να κατα­στεί αδύ­να­τη στο μέλ­λον η δημιουρ­γία αρι­στίν­δην Συνόδων.

Με αφε­τη­ρία αυτό το σκε­πτι­κό η ως άνω από­φα­ση κατα­λή­γει στο συμπέ­ρα­σμα ότι: «…Συνε­πώς, δεν κατο­χυ­ρώ­νε­ται συνταγ­μα­τι­κά και η διά­τα­ξη του Ε΄ όρου της ως άνω Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξης, με τον οποίο απα­γο­ρεύ­ο­νται οι αρχιε­ρα­τι­κές μετα­θέ­σεις από επαρ­χία σε επαρ­χία των Νέων Χωρών, στις οποί­ες υπά­γε­ται και η Μητρό­πο­λη Θεσ­σα­λο­νί­κης. Κατά συνέ­πεια, εφό­σον δεν υπάρ­χει, κατά τού­το συνταγ­μα­τι­κός περιο­ρι­σμός, δεν κωλύ­ε­ται ο κοι­νός νομο­θέ­της να ορί­σει ότι η πλή­ρω­ση Ιερών Μητρο­πό­λε­ων των Νέων Χωρών δύνα­ται να γίνε­ται και διά μετα­θέ­σε­ως. Ενό­ψει αυτού, η προ­πα­ρα­τε­θεί­σα διά­τα­ξη του άρθρου 24 του ν. 590/1977, η οποία προ­βλέ­πει την, κατ’ εξαί­ρε­ση και υπό τις εκτε­θεί­σες σ’ αυτήν προ­ϋ­πο­θέ­σεις, διά μετα­θέ­σε­ως πλή­ρω­ση Ιερών Μητρο­πό­λε­ων των Νέων Χωρών είναι εφαρ­μο­στέα, διό­τι δεν αντί­κει­ται στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος».

Την ίδια άπο­ψη δια­τύ­πω­σε το Δικα­στή­ριο και ως προς το δεύ­τε­ρο ζήτη­μα, δηλα­δή της εφαρ­μο­γής ή μη του Ζ΄ όρου της Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξε­ως του 1928: «Εξάλ­λου, εφό­σον, κατά τα εκτε­θέ­ντα, κατο­χυ­ρώ­νο­νται συνταγ­μα­τι­κά μόνον οι δια­τά­ξεις των ως άνω κει­μέ­νων, οι οποί­ες αφο­ρούν στον τρό­πο συγκρο­τή­σε­ως της Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου, δεν κατο­χυ­ρώ­νε­ται από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγ­μα­τος η διά­τα­ξη του Ζ΄ όρου της ως άνω Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξης». Για να κατα­λή­ξει στο συμπέ­ρα­σμα ότι: «Η τήρη­ση του τύπου που θεσπί­ζε­ται με τον όρο αυτό δεν απο­τε­λεί υπο­χρέ­ω­ση, επι­βαλ­λό­με­νη από το Σύνταγ­μα, η μη τήρη­σή του δεν εν προ­κει­μέ­νω, εφ’ όσον δεν επι­βάλ­λε­ται ούτε από άλλην εφαρ­μο­στέ­αν εν προ­κει­μέ­νω διά­τα­ξιν, δεν καθι­στά άκυ­ρη την δια­δι­κα­σία πλή­ρω­σης της Ιεράς Μητρο­πό­λε­ως Θεσσαλονίκης».

Κατό­πιν των παρα­πά­νω θέσε­ων, το Δικα­στή­ριο απέρ­ρι­ψε ως νόμω αβά­σι­μους τους ισχυ­ρι­σμούς του αιτού­ντος ως προς την ακυ­ρό­τη­τα αμφο­τέ­ρων των πρά­ξε­ων που προ­σέ­βα­λε με την αίτη­ση ακυρώσεως.

Οι θέσεις αυτές ελέγ­χο­νται για την ορθό­τη­τά τους για τους εξής λόγους:

Είναι γεγο­νός ότι ο Πατριαρ­χι­κός και Συνο­δι­κός Τόμος του 1850 προσ­δί­δει στην Σύνο­δο της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος την ιδιό­τη­τα της «διαρ­κούς», η οποία συγκρο­τεί­ται από Αρχιε­ρείς, που προ­σκα­λού­νται αλλη­λο­δια­δό­χως κατά τα πρε­σβεία της χει­ρο­το­νί­ας και έχει ως Πρό­ε­δρο τον Προ­κα­θή­με­νο της Μητρο­πό­λε­ως (τότε) και ήδη Αρχιε­πι­σκο­πής Αθηνών.

Και είναι επί­σης αλη­θές, ότι ο τρό­πος συγκρο­τή­σε­ως προ­σι­διά­ζει προς αυτόν της Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου υπό την ισχύ του νυν Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη, αφού κατά την § 1 του άρθρου 7 αυτού η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος συγκρο­τεί­ται από τον Αρχιε­πί­σκο­πο Αθη­νών, ως Πρό­ε­δρο, και δώδε­κα Αρχιε­ρείς, οι οποί­οι λαμ­βά­νο­νται εξ ημι­σεί­ας από τους εν ενερ­γεία Μητρο­πο­λί­τες της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος και από τις Μητρο­πό­λεις των Ν. Χωρών κατά την σει­ρά των πρε­σβεί­ων Αρχιε­ρω­σύ­νης και εκ περι­τρο­πής («…συνι­στα­μέ­νην εξ Αρχιε­ρέ­ων, προ­σκα­λου­μέ­νων αλλη­λο­δια­δό­χως κατά τα πρε­σβεία της χει­ρο­το­νί­ας, Πρό­ε­δρον έχου­σαν τον κατά και­ρόν Ιερώ­τα­τον Μητρο­πο­λί­την Αθηνών…»).

Όμως, η «διαρ­κής» αυτή Σύνο­δος ορί­ζε­ται από τον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 ως «υπέρ­τα­τη εκκλη­σια­στι­κή αρχή» («…υπερ­τά­την εκκλη­σια­στι­κήν αρχήν γνω­ρί­ζου­σα Σύνο­δον διαρ­κήν…»), πράγ­μα το οποίο σημαί­νει, πως ο εν λόγω Πατριαρ­χι­κός και Συνο­δι­κός Τόμος προσ­διό­ρι­σε το ανώ­τα­το συλ­λο­γι­κό όργα­νο, στο οποίο ανα­τί­θε­ται η διοί­κη­ση της νεο­συ­στα­θεί­σης Εκκλη­σί­ας, και όχι το διαρ­κές όργα­νο διοι­κή­σε­ως, το οποίο συνε­δριά­ζει και ασκεί διοί­κη­ση κατά το διά­στη­μα, που το πρώ­το δεν συγκαλείται.

Με απο­τέ­λε­σμα και ο όρος «διαρ­κής» να έχει χρο­νι­κή χροιά και να υπο­δη­λώ­νει το όργα­νο εκεί­νο, το οποίο ασκεί αδια­λεί­πτως και όχι κατά περιό­δους την διοί­κη­ση της Εκκλη­σί­ας, και όχι το όργα­νο που υπό τον ισχύ­ο­ντα Κατα­στα­τι­κό Χάρ­τη ορί­ζε­ται ως Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος. Υπό αυτό το πρί­σμα και η Πατριαρ­χι­κή και Συνο­δι­κή Πρά­ξη του 1928 σε συμ­φω­νία με τον προη­γη­θέ­ντα Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 όρι­σε ότι: (βλ. τον Β΄ Όρο αυτής: «Άμε­σος ως εκ τού­του κεντρι­κή και των Επαρ­χιών τού­των ανω­τέ­ρα εκκλη­σια­στι­κή αρχή ανα­γνω­ρί­ζε­ται εφε­ξής η εν Αθή­ναις Ιερά Σύνο­δος της Ορθο­δό­ξου Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, ής συμ­με­τέ­χου­σι…», λαμ­βά­νο­ντας σαφώς ως δεδο­μέ­νη την ύπαρ­ξη ενός διοι­κη­τι­κού οργά­νου, το οποίο ασκεί πλή­ρη διοί­κη­ση, και στο οποίο υπά­γο­νται από και δια της ως άνω Πρά­ξε­ως και οι Μητρο­πό­λεις των Ν. Χωρών.

Η άπο­ψη αυτή ενι­σχύ­ε­ται και από το άρθρο Β΄ του πρώ­του μετά την έκδο­ση του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850 Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη, ήτοι του Ν. ΣΑ΄/1852, όπου ρητώς ορί­ζε­ται ότι: «Ανω­τά­τη εν τω βασι­λείω εκκλη­σια­στι­κή αρχή υπάρ­χει Σύνο­δος διαρ­κής, φέρου­σα το όνο­μα Ιερά Σύνο­δος της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος. Καθε­δρεύ­ει δε διαρ­κώς εν τη καθέ­δρα του βασι­λεί­ου και έχει σφρα­γί­δα ιδίαν,…».

Η σχε­τι­κή διά­τα­ξη προσ­διο­ρί­ζει και κατα­δει­κνύ­ει, όπως και ο Πατριαρ­χι­κός και Συνο­δι­κό Τόμος του 1850, την Ιερά Σύνο­δο ως την ανώ­τα­τη εκκλη­σια­στι­κή αρχή και προσ­δί­δει σ’ αυτήν τον χαρα­κτή­ρα της «διαρ­κούς» υπό την έννοια της συνέ­χειας της διοι­κή­σε­ως και της αδιά­λει­πτης ασκή­σε­ως αυτής, αφού ο επι­θε­τι­κός αυτός προσ­διο­ρι­σμός δεν συνο­δεύ­ει τον τίτλο της Συνό­δου, ο οποί­ος παρα­μέ­νει με βάση τις επι­τα­γές του Τόμου «Ιερά Σύνο­δος της Εκκλη­σί­ας της Ελλάδος».

Η θέση αυτή ισχυ­ρο­ποιεί­ται ακό­μη περισ­σό­τε­ρο και από την πρό­βλε­ψη στην ίδια διά­τα­ξη, ότι η διαρ­κής έδρα της θα είναι η πρω­τεύ­ου­σα του Κρά­τους. Και η διάρ­κεια στην περί­πτω­ση αυτή δηλώ­νει σαφώς το συνε­χές και την μονι­μό­τη­τα της έδρας της.

Περαι­τέ­ρω, και τα καθή­κο­ντα, τα οποία ανα­τί­θε­νται στην ως άνω Σύνο­δο (βλ. σχετ. τις δια­τά­ξεις των άρθρων Ζ΄, Η΄ και Θ΄ του Ν. ΣΑ΄/1852), αρμό­ζουν σε Ιερά Σύνο­δο, που συνι­στά το ανώ­τα­το διοι­κη­τι­κό όργα­νο της Εκκλη­σί­ας, και όχι σε αντί­στοι­χο διαρ­κές όργα­νο, υπό την μορ­φή που λει­τουρ­γεί από και διά του Νομο­θε­τι­κού Δια­τάγ­μα­τος της 26ης Σεπτεμ­βρί­ου 1925 «Περί συστά­σε­ως Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου και περί συμπλη­ρώ­σε­ως και τρο­πο­ποι­ή­σε­ως του Κατα­στα­τι­κού Νόμου της 31 Δεκεμ­βρί­ου 1923 της Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος», δια του οποί­ου ιδρύ­ε­ται για πρώ­τη φορά η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλάδος.

Τέλος, το θέμα έχω την γνώ­μη ότι το ξεκα­θα­ρί­ζει ο Κατα­στα­τι­κός Χάρ­της της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος του 1923, διό­τι απα­λεί­φε­ται πλέ­ον ο όρος «διαρ­κής» και ορί­ζε­ται στο εξής ότι: α) ανώ­τα­τη διοι­κη­τι­κή αρχή της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος είναι η Ιερά Σύνο­δος αυτής, της οποί­ας μέλη είναι οι Προ­κα­θή­με­νοι των Επι­σκο­πών της και β) η Ιερά Σύνο­δος συνέρ­χε­ται στην πρω­τεύ­ου­σα του Κρά­τους και μάλι­στα τακτι­κώς μεν άπαξ του έτους, εκτά­κτως δε όπο­τε παρα­στεί ανά­γκη (βλ. άρθρο 2: «Ανω­τά­τη εν τω Κρά­τει Εκκλη­σια­στι­κή Αρχή είναι η Σύνο­δος των εχό­ντων Επι­σκο­πάς Αρχιε­ρέ­ων της Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, φέρου­σα το όνο­μα Ιερά Σύνο­δος της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, προ­ε­δρευο­μέ­νη υπό του Αρχιε­πι­σκό­που Αθη­νών και πάσης Ελλάδος».

Η αντι­κα­τά­στα­ση, δε, του επιρ­ρή­μα­τος «διαρ­κώς» του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη του 1852 (βλ. άρθρο Β΄ εδ. β΄) με τα επιρ­ρή­μα­τα «τακτι­κώς» και «εκτά­κτως» ενι­σχύ­ει την άπο­ψη περί της χρο­νι­κής χροιάς του όρου «διαρ­κής» του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850.

Β) Η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος της Αυτο­κέ­φα­λης Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, και μάλι­στα υπό την μορ­φή που οι υπό σχο­λια­σμόν απο­φά­σεις θεω­ρούν, ιδρύ­ε­ται το πρώ­τον – όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε — με το Νομο­θε­τι­κό Διά­ταγ­μα της 26ης Σεπτεμ­βρί­ου 1925, στο οποίο και καθί­στα­ται σαφής τόσο η διά­κρι­ση αυτής από την Ιερά Σύνο­δο της Ιεραρ­χί­ας — η οποία προσ­διο­ρί­ζε­ται ως η ανώ­τα­τη εκκλη­σια­στι­κή αρχή — όσον και ο ρόλος της, που δεν είναι άλλος από την υπό προ­ϋ­πο­θέ­σεις εκπρο­σώ­πη­ση της Ιεράς Συνό­δου της Ιεραρ­χί­ας (βλ. άρθρο 1 Ν.Δ. της 26ης Σεπτεμ­βρί­ου 1925: «Καθι­στά­ται Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος της Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, ήτις εκπρο­σω­πεί την Ανω­τά­την Εκκλη­σια­στι­κήν Αρχήν, ήτοι την Σύνο­δον της Ιεραρ­χί­ας υπό πάσαν άπο­ψιν, πλην…»).

Το δια­κρι­τό των δύο οργά­νων, τόσο ως προς σύστα­σή τους και λει­τουρ­γία τους όσο και ως προς τις αρμο­διό­τη­τες τους επα­να­δια­τυ­πώ­νε­ται από τούδε:

α) στο άρθρο 2 του Ν. 5187/1931 (Κατα­στα­τι­κός νόμος της Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλάδος).

β) στο άρθρο 2 του κωδι­κο­ποι­η­μέ­νου νόμου 5438/1932 «Περί κωδι­κο­ποι­ή­σε­ως των περί Κατα­στα­τι­κού νόμου της Αυτο­κε­φά­λου Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος ισχυου­σών διατάξεων».

γ) στο άρθρο 2 του α.ν. 2170/1940 «Περί Κατα­στα­τι­κού Νόμου της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος», όπου παρά την δια­φο­ρο­ποί­η­ση, που παρα­τη­ρεί­ται στην δια­τύ­πω­ση σε σχέ­ση με τις προ­γε­νέ­στε­ρες δια­τά­ξεις των προϊ­σχυ­σά­ντων Κατα­στα­τι­κών Χαρ­τών, αφού η Ιερά Σύνο­δος της Ιεραρ­χί­ας χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ανω­τά­τη επο­πτεύ­ου­σα Εκκλη­σια­στι­κή Αρχή, ενώ η Ιερά Σύνο­δος της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ανω­τά­τη Εκκλη­σια­στι­κή Διοι­κη­τι­κή Αρχή, η διά­κρι­ση μετα­ξύ των δύο οργά­νων είναι σαφής.

δ) στο άρθρο 2 του Ν. 671/1943 «Περί Κατα­στα­τι­κού Χάρ­του της Εκκλη­σία της Ελλά­δος», στο οποίο επα­νέρ­χε­ται η δια­τύ­πω­ση των προ του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη του 1940 δια­τά­ξε­ων και

ε) στο άρθρο 3 του ισχύ­ο­ντος Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη, όπου επί­σης γίνε­ται σαφής διά­κρι­ση των δύο οργά­νων και του ρόλου τους, αφού η Ιερά Σύνο­δος της Ιεραρ­χί­ας χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως η ανω­τά­τη Εκκλη­σια­στι­κή Αρχή της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, ενώ η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος ως το διαρ­κές διοι­κη­τι­κό όργα­νο αυτής.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κώς, σαφής βού­λη­ση των συντα­κτών του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850 ήταν ο ορι­σμός συνο­δι­κού οργά­νου, το οποίο ως μόνη ανώ­τα­τη διοι­κη­τι­κή αρχή θα ασκού­σε πλή­ρως την διοί­κη­ση της νεο­συ­στα­θεί­σης Εκκλη­σί­ας, και όχι βεβαί­ως ο ορι­σμός οργά­νου, το οποίο θα ασκού­σε καθή­κο­ντα αντι­προ­σώ­που υπό την μορ­φή της Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου του ισχύ­ο­ντος Κατα­στα­τι­κού Χάρτη.

Πολ­λώ δε μάλ­λον όταν ο ορι­σμός ενός τέτοιου οργά­νου – αντι­προ­σώ­που προ­ϋ­πο­θέ­τει την ύπαρ­ξη και λει­τουρ­γία ετέ­ρου, το οποίο και θα αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται, ενώ ο Πατριαρ­χι­κός και Συνο­δι­κός Τόμος του 1850 ένα όργα­νο ορί­ζει ως διοι­κη­τι­κή αρχή, το οποίο μάλι­στα συνι­στά­ται και το πρώ­το δι’ αυτού. Συνε­πώς, η άπο­ψη του Δικα­στη­ρί­ου ότι το ανα­φε­ρό­με­νο στον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο συνο­δι­κό όργα­νο είναι όχι η ανώ­τα­τη εκκλη­σια­στι­κή αρχή αλλά το διαρ­κές όργα­νο, δηλα­δή η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος, ελέγ­χε­ται ως μη ορθή.

Αφ’ ης στιγ­μής, λοι­πόν, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι το διοι­κη­τι­κό όργα­νο, που ανα­φέ­ρε­ται στον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 όργα­νο και στην Πατριαρ­χι­κή και Συνο­δι­κή Πρά­ξη του 1928, δεν είναι η Διαρ­κής Ιερά Σύνο­δος αλλά η αντί­στοι­χη σήμε­ρα Ιερά Σύνο­δος της Ιεραρ­χί­ας, συνά­γε­ται σε δεύ­τε­ρο στά­διο ότι και το ισχύ­ον Σύνταγ­μα, όταν στην διά­τα­ξη του εδ. γ΄ του άρθρου 3 ορί­ζει ότι: «…Είναι αυτο­κέ­φα­λος και διοι­κεί­ται υπό της Ιεράς Συνό­δου των εν ενερ­γεία Αρχιε­ρέ­ων και της εκ ταύ­της προ­ερ­χο­μέ­νης Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου, συγκρο­του­μέ­νης ως ο Κατα­στα­τι­κός Χάρ­της της Εκκλη­σί­ας ορί­ζει, τηρου­μέ­νων των δια­τά­ξε­ων του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου της κθ΄ (29) Ιου­νί­ου του έτους 1850 και της Συνο­δι­κής Πρά­ξε­ως της 4ης Σεπτεμ­βρί­ου 1928», σημαί­νει ότι:

α) ως συγκρο­τού­με­νη κατά τις δια­τά­ξεις του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη εννο­εί την Ιερά Σύνο­δο της Ιεραρ­χί­ας και όχι την Διαρ­κή Ιερά Σύνο­δο. Και τού­το, διό­τι δεν νοεί­ται συνταγ­μα­τι­κή κατο­χύ­ρω­ση της συγκρο­τή­σε­ως του διαρ­κούς οργά­νου και όχι της ανώ­τα­της διοι­κη­τι­κής αρχής, η οποία συνι­στά και την ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για την ύπαρ­ξη και λει­τουρ­γία το πρώ­του. Όταν μάλι­στα κατο­χυ­ρώ­νε­ται συνταγ­μα­τι­κώς και ο Πατριαρ­χι­κός και Συνο­δι­κός Τόμος του 1850, ο οποί­ος — όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε — ορί­ζει την υπέρ­τα­τη διοι­κη­τι­κή αρχή, ως είναι σήμε­ρα η Ιερά Σύνο­δος της Ιεραρ­χί­ας, και όχι Διαρ­κή Ιερά Σύνο­δο. Εάν δεχθού­με ως ορθή την άπο­ψη του Δικα­στη­ρί­ου θα πρέ­πει τότε να δεχθού­με πρώ­τον ότι το Σύνταγ­μα δίδει πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο στο διαρ­κές όργα­νο της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος και όχι στην ανώ­τα­τη διοι­κη­τι­κή αρχή της, δηλα­δή την Ιερά Σύνο­δο της Ιεραρ­χί­ας και δεύ­τε­ρον ότι ενώ κατο­χυ­ρώ­νει τον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 έστω και εν μέρει, κατά την άπο­ψη αυτή εισά­γει δια­φο­ρε­τι­κή από αυτόν ρύθ­μι­ση, αφού — όπως απο­δεί­χθη­κε παρα­πά­νω — ο Τόμος αυτός ορί­ζει την ανώ­τα­τη εκκλη­σια­στι­κή αρχή της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος και όχι το διαρ­κές όργα­νό της και

β) η παρα­πο­μπή στις δια­τά­ξεις των δύο πρά­ξε­ων αφο­ρά και στα δύο κεφα­λαιώ­δη ζητή­μα­τα, τα οποία ανα­φέ­ρο­νται στο ως άνω εδά­φιο, δηλα­δή στο νομο­κα­νο­νι­κό καθε­στώς καθε­στώς της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος και στην συγκρό­τη­ση της Ιεράς Συνό­δου της Ιεραρ­χί­ας της, και εφό­σον δεν γίνε­ται διά­κρι­ση, η παρα­πο­μπή αυτή ‑ειδι­κά ως προς τον Πατριαρ­χι­κό και Συνο­δι­κό Τόμο του 1850 — αφο­ρά και στο σύνο­λο των δια­τά­ξε­ων των Πρά­ξε­ων αυτών.

Υπέρ της από­ψε­ως αυτής συνη­γο­ρεί και η διά­τα­ξη της § 2 του άρθρου 1 του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, η οποία ορί­ζει — πλήν του αυτο­κε­φά­λου καθε­στώ­τος της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος — ότι αυτή εντός των πλαι­σί­ων του Συντάγ­μα­τος αυτο­διοι­κεί­ται δια των εν ενερ­γεία Μητρο­πο­λι­τών της και όχι γενι­κώς και αφη­ρη­μέ­νως από εν ενερ­γεία Μητρο­πο­λί­τες. Και ως τέτοιοι νοού­νται σαφώς άπα­ντες οι εν ενερ­γεία Μητρο­πο­λί­τες, όπως προ­βλέ­πει η § 1 του άρθρου 3 του Κατα­στα­τι­κού Χάρ­τη, και όχι μερι­κοί εξ αυτών, όπως προ­βλέ­πει η § 1 του άρθρου 7 του αυτού Χάρ­τη για την σύν­θε­ση της Διαρ­κούς Ιεράς Συνό­δου. Εάν επρό­κει­το για τη Διαρ­κή Ιερά Σύνο­δο, τότε η προ­α­να­φερ­θεί­σα § 1 του άρθρου 2 δεν θα μιλού­σε περί διοι­κή­σε­ως «δια των εν ενερ­γεία Μητρο­πο­λι­τών» αλλά «δια εν ενερ­γεία Μητροπολιτών».

Κατό­πιν των ανω­τέ­ρω, καθί­στα­ται νομί­ζω σαφές, ότι και στην περί­πτω­ση υφί­στα­ται ανά­γκη ανα­θε­ω­ρή­σε­ως της συνταγ­μα­τι­κής δια­τά­ξε­ως του άρθρου 3.

Όπως επί­σης καθί­στα­ται σαφές, ότι οι απο­φά­σεις της Αγί­ας και Ιεράς Συνό­δου του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου δεν έτυ­χαν και στην περί­πτω­ση αυτή του δέο­ντος σεβασμού.

Η μόνη δια­φο­ρά από την πρώ­τη περί­πτω­ση είναι ότι εδώ δεν είναι η ελλη­νι­κή Πολι­τεία, που μέσω του Συντάγ­μα­τος ρυθ­μί­ζει τα θέμα­τα αντί­θε­τα προς τις απο­φά­σεις του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου αλλά η ελλη­νι­κή δικαιο­σύ­νη μέσω της εσφαλ­μέ­νης ερμη­νεί­ας της σχε­τι­κής δια­τά­ξε­ως του Συντάγματος.

Η οποία ερμη­νεία έρχε­ται σε πλή­ρη αντί­θε­ση, όχι μόνο με το «γράμ­μα» των δια­τά­ξε­ων του Πατριαρ­χι­κού και Συνο­δι­κού Τόμου του 1850 και της Πατριαρ­χι­κής και Συνο­δι­κής Πρά­ξε­ως του 1928 αλλά και με το «πνεύ­μα» αυτών και με την βού­λη­ση του Οικου­με­νι­κού Πατριαρχείου.

Θίγε­ται, δε, και η Εκκλη­σία της Ελλά­δος, αφού κατά την ερμη­νεία της σχε­τι­κής δια­τά­ξε­ως γίνε­ται δεκτό, ότι το Σύνταγ­μα δεν ασχο­λεί­ται με το κύριο όργα­νο διοι­κή­σε­ως της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος αλλά με το διαρ­κές διοι­κη­τι­κό όργα­νο αυτής.

Και θέτω εκ νέου το ίδιο ερώ­τη­μα: Όταν η ερμη­νεία του άρθρου 3 από την ελλη­νι­κή δικαιο­σύ­νη οδη­γεί σε απο­δο­χή όχι της πλή­ρους αλλά της μερι­κής ισχύ­ος των δύο ως άνω Πρά­ξε­ων, αυτό σημαί­νει ότι η σχε­τι­κή συνταγ­μα­τι­κή διά­τα­ξη δια­σφα­λί­ζει το κύρος του Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου ως θεσμού του διε­θνούς δικαίου;

Είναι δυνα­τόν η μη απο­δο­χή στο σύνο­λό τους των ως άνω Πρά­ξε­ων (Τόμος 1850 και Πρά­ξη 1928) να συνι­στά από­δει­ξη σεβα­σμού του θεσμού, που εξέ­δω­σε τις Πρά­ξεις αυτές; Δυστυ­χώς, σε καμία περίπτωση.

Και όταν το άρθρο 3 του Συντάγ­μα­τος φέρε­ται κατ’ εσφαλ­μέ­νη ερμη­νεία να λαμ­βά­νει υπό­ψιν όχι το κύριο άλλα το διαρ­κές όργα­νο διοι­κή­σε­ως της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, είναι δυνα­τόν η Εκκλη­σία της Ελλά­δος να ισχυ­ρί­ζε­ται ότι όλα βαί­νουν καλώς και δεν χρειά­ζε­ται ανα­θε­ώ­ρη­ση η διά­τα­ξη αυτή; Δυστυ­χώς είναι δυνα­τό, ενώ δεν θα έπρεπε.

Ελπί­ζω, ότι η συμπό­ρευ­ση Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος — Οικου­με­νι­κού Πατριαρ­χεί­ου, ορθή ως προς την ουσία της αλλά εσφαλ­μέ­νη ως προς την βάση της, θα συνε­χι­σθεί αλλά επί της ορθής βάσε­ως. Και η ορθή βάση είναι η ανα­θε­ώ­ρη­ση του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Το πώς θα έπρε­πε, να δια­τυ­πω­θεί το άρθρο 3 σε περί­πτω­ση ανα­θε­ω­ρή­σε­ως, έχω ήδη ανα­φερ­θεί σε παλαιό­τε­ρα άρθρα μου, παρα­θέ­το­ντας και την σχε­τι­κή πρό­τα­ση. Μια πρό­τα­ση, η οποία λαμ­βά­νει υπό­ψιν έναν σημα­ντι­κό παρά­γο­ντα, τον διφυή χαρα­κτή­ρα της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, ο οποί­ος συνίσταται:

α) στην νομι­κή αντι­με­τώ­πι­σή της ως νομι­κό πρό­σω­πο δημο­σί­ου δικαί­ου, η οποία συνέ­χε­ται αμέ­σως με το ζήτη­μα των σχέ­σε­ων Κρά­τους — Εκκλη­σί­ας και

β) στην κανο­νι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της ως συνύ­παρ­ξη δύο δια­φο­ρε­τι­κών κανο­νι­κών καθε­στώ­των, που συνέ­χε­ται αμέ­σως με το ζήτη­μα των διεκ­κλη­σια­στι­κών σχέ­σε­ων Εκκλη­σί­ας Ελλά­δος με Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο και λοι­πές Ορθό­δο­ξες Εκκλησίες.

 

Πηγή www.romfea.gr

- Δια­φή­μι­ση -

- Δια­φή­μι­ση -

- Δια­φή­μι­ση -

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Σημείωση πριν τη φόρμα σχολίων

Σημείωση μετά ΄τη φόρμα σχολίων