- Διαφήμιση -

Οι γειτονιές της Αθήνας έχουν τις δικές τους ιστορίες

Το εργοστάσιο του Μεταξουργείου, τα χωράφια του Μακρυγιάννη, το παντοπωλείο του Έξαρχου και άλλες ιστορίες της παλιάς Αθήνας που έγιναν γειτονιές.

Πόσα ξέρε­τε για τις γει­το­νιές της παλιάς Αθή­νας; Πού αντη­χού­σαν κάπο­τε οι ωραιό­τε­ρες νυχτε­ρι­νές καντά­δες, και ποιες ήταν οι αρι­στο­κρα­τι­κές συνοι­κί­ες της πόλης πριν «πάρει τα πάνω του» το Κολω­νά­κι; Ποιοι ήταν και πώς εξα­φα­νί­στη­καν οι κου­τσα­βά­κη­δες του Ψυρ­ρή; Ξεφυλ­λί­ζου­με ένα υπέ­ρο­χο βιβλίο, το “Αθή­να: Ιχνη­λα­τώ­ντας την πόλη με οδη­γό την ιστο­ρία και τη λογο­τε­χνία” των Θανά­ση Γιο­χά­λα και Τόνιας Καφε­τζά­κη (Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, 2012) και ανα­κα­λύ­πτου­με γοη­τευ­τι­κές ιστο­ρί­ες από την παλιά Αθήνα.

της Ηρώς Κου­νά­δη

Εξάρχεια

«Γύρω στα 1960, τα Εξάρ­χεια ήταν μια ήσυ­χη γει­το­νιά. Λίγες οι πολυ­κα­τοι­κί­ες, περισ­σό­τε­ρα τα παλιά διώ­ρο­φα με τις ξύλι­νες πόρ­τες και τα μαρ­μά­ρι­να μπαλ­κό­νια. Όταν εκεί­νον τον και­ρό πέρα­σε για πρώ­τη φορά το αστι­κό λεω­φο­ρείο του Γκύ­ζη από την οδό Ζωο­δό­χου Πηγής, έφε­ρε την ίδια ανα­στά­τω­ση που βλέ­που­με στα γού­ε­στερν να φέρ­νουν τα τραί­να στις πόλεις των αποί­κων της Άγριας Δύσης» γρά­φει ο Δημή­τρης Πετσε­τί­δης στο διή­γη­μά του «Το Καφε­νείο» το 1990.

Τα Εξάρ­χεια άρχι­σαν να χτί­ζο­νται τις δεκα­ε­τί­ες του 1870–1880, στα δυτι­κά της Νεά­πο­λης. Πήραν το όνο­μά τους από τον Έξαρ­χο, έναν ηπει­ρώ­τη που είχε το παντο­πω­λείο του στη γωνία των οδών Θεμι­στο­κλέ­ους και Σολω­μού. Στις αρχές του 20ου αιώ­να, η ευρύ­τε­ρη περιο­χή της Νεά­πο­λης και των Εξαρ­χεί­ων ήταν το αθη­ναϊ­κό Quartier Latin, η μπο­έ­μι­κη γει­το­νιά «των ποι­η­τών, των φοι­τη­τών και των τρο­βα­δού­ρων, της νεό­τη­τος, των ειδυλ­λί­ων και των τρα­γου­διών» όπως δια­βά­ζου­με στις «Παληές Γει­το­νιές» που έγρα­ψε ο Κώστας Δημη­τριά­δης το 1946.

Μακρυγιάννη

Μια από τις αθη­ναϊ­κές γει­το­νιές των οποί­ων τα ονό­μα­τα είναι στη γενι­κή (του Ψυρ­ρή και όχι το Ψυρ­ρή, του Γου­δή και όχι το Γου­δή, του Γκύ­ζη και όχι το Γκύ­ζη), πήρε το όνο­μά της από το σπί­τι του στρα­τη­γού Μακρυ­γιάν­νη, που βρι­σκό­ταν στη γωνία των σημε­ρι­νών οδών Μακρυ­γιάν­νη και Αθα­να­σί­ου Διά­κου. Στο σπί­τι αυτό, που χτί­στη­κε το 1834, γευ­μά­τι­σε ο Όθω­νας επι­στρέ­φο­ντας από την περιο­δεία του στη Στε­ρεά Ελλά­δα την ίδια χρο­νιά –ήταν, μάλι­στα, η πρώ­τη επί­ση­μη πρό­σκλη­ση σε γεύ­μα που έλα­βε ο νεα­ρός βασι­λιάς της Ελλά­δας. Κι επει­δή η Ιστο­ρία αγα­πά πολύ τις τρα­γι­κές ειρω­νεί­ες, επτά χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1840, σε αυτό το ίδιο σπί­τι πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν οι μυστι­κές συνα­ντή­σεις των αντιο­θω­νι­κών και οργα­νώ­θη­κε η επα­νά­στα­ση της 3ης Σεπτεμβρίου.

Η γει­το­νιά άρχι­σε να κτί­ζε­ται μετά τα μέσα του 19ου αιώ­να, γύρω από τα κτή­μα­τα της οικο­γέ­νειας του Μακρυ­γιάν­νη –τα οποία έφτα­ναν τόσο μακριά, που ένα τμή­μα τους παρα­χω­ρή­θη­κε από τον ίδιο τον Γιάν­νη Μακρυ­γιάν­νη στο δημό­σιο για τη δημιουρ­γία του κήπου του Ζαππείου.

Ψυρρή

«Επι­σκε­φτή­κα­με την πιο παλιά συνοι­κία της νέας πόλης, την ονο­μα­ζό­με­νη Ψυρ­ρή, που με τους κατοί­κους και τα σπί­τια της δίνει μια εικό­να από την κατά­στα­ση της πόλης, όπως ξεπε­τά­χτη­κε μέσα από τα ερεί­πια μετά τον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό πόλε­μο, στην πλα­γιά της Ακρό­πο­λης. Εδώ συνα­ντά κανείς παλιούς Αθη­ναί­ους, δηλα­δή απο­γό­νους εκεί­νων που κατοι­κού­σαν στην Αθή­να ακό­μα πριν από τον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό πόλε­μο» γρά­φει ο γερ­μα­νός ακα­δη­μαϊ­κός Καρλ Κρου­μπά­χερ στο έργο του «Στην Αθήνα».

Τον 19ο αιώ­να ήταν η γει­το­νιά των περι­θω­ρια­κών τύπων της Αθή­νας, των κου­τσα­βά­κη­δων (όνο­μα που προ­ήλ­θε από τον ερι­στι­κό δεκα­νέα του ιππι­κού της οθω­νι­κής περιό­δου, Δημή­τρη Κου­τσα­βά­κη), των μόρ­τη­δων (από το γαλ­λι­κό mort, που σημαί­νει νεκρός, επει­δή εκτε­λού­σαν χρέη νεκρο­θά­φτη το 1854, όταν ξέσπα­σε η επι­δη­μία πανού­κλας) και των τρα­μπού­κων (από τα ομώ­νυ­μα κου­βα­νέ­ζι­κα πού­ρα που τους κερ­νού­σαν οι υπο­ψή­φιοι δημο­τι­κοί άρχο­ντες για να κερ­δί­σουν την υπο­στή­ρι­ξή τους).

Η χαρα­κτη­ρι­στι­κή τους εμφά­νι­ση, με τις αφέ­λειες, το στρι­φτό μου­στά­κι, το μαύ­ρο σακά­κι φορε­μέ­νο μόνο στο αρι­στε­ρό χέρι (για να το ξεφορ­τώ­νο­νται εύκο­λα σε περί­πτω­ση καυ­γά) και τα μυτε­ρά παπού­τσια, έγι­νε «όπλο» στα χέρια του διευ­θυ­ντή της Αστυ­νο­μί­ας Δημή­τρη Μπαϊ­ρα­κτά­ρη, για τον οποίο η Ιστο­ρία θα έγρα­φε ότι ήταν εκεί­νος που κατά­φε­ρε να τους «νική­σει» εξευ­τε­λί­ζο­ντάς τους, και τελι­κά να τους εξα­φα­νί­σει από την γει­το­νιά. Πρώ­τα έπλη­ξε τα στέ­κια τους, τα καφε­νεία και τις ταβέρ­νες της περιο­χής, εν συνε­χεία με μια μεγά­λη ψαλί­δα έκο­βε τις αφέ­λειες και τα (μη φορε­μέ­να) μανί­κια του σακα­κιού τους και τέλος τους ανά­γκα­σε με ένα σφυ­ρί να κατα­στρέ­ψουν οι ίδιοι τα όπλα τους –τα οποία πωλού­νταν εν συνε­χεία για παλιο­σί­δε­ρα στην πλα­τεία Δημο­πρα­τη­ρί­ου. Όποιος αρνού­νταν, ερχό­ταν αντι­μέ­τω­πος με τον βούρ­δου­λα του Μπαϊ­ρα­κτά­ρη –κι επει­δή «μια ξυλιά με το καμ­τσί­κι ειν’ αιώ­νιο ρεζι­λί­κι», ένας προς έναν προ­τί­μη­σαν τελι­κά της φυλα­κής τα σίδε­ρα που ως γνω­στόν «είναι για τους λεβέντες».

Μεταξουργείο

Μία από τις δύο πρώ­τες γει­το­νιές που ανα­πτύ­χθη­καν έξω από το ιστο­ρι­κό κέντρο στα τέλη του 19ου αιώ­να (η άλλη ήταν η Νεά­πο­λη), το Μετα­ξουρ­γείο υπήρ­ξε μια από τις μεσο­α­στι­κές συνοι­κί­ες της Αθή­νας ως τα μέσα του 20ου αιώ­να. Πήρε το όνο­μά της από το εργο­στά­σιο μετα­ξιού που σήμε­ρα στε­γά­ζει την Πινα­κο­θή­κη του Δήμου Αθη­ναί­ων, και το οποίο ιδρύ­θη­κε το 1845. Κατοι­κή­θη­κε –όπως εύκο­λα θα μάντευε κανείς– αρχι­κά από τους εργά­τες που δού­λευαν εκεί, αλλά και σε άλλες βιο­τε­χνί­ες της γύρω περιοχής.

Ήταν, επί­σης, η γει­το­νιά των ιτα­λών τεχνι­τών που έφτια­χναν τα περί­φη­μα καπέ­λα στο γει­το­νι­κό εργο­στά­σιο του Ηλία Που­λό­που­λου, στην Πει­ραιώς. Εκεί­νοι ήταν που σχη­μά­τι­σαν εδώ τις πρώ­τες χορω­δί­ες, οι οποί­ες χάρι­σαν στα­δια­κά στο Μετα­ξουρ­γείο την φήμη της γει­το­νιάς με τις νυχτε­ρι­νές καντά­δες και σερε­νά­τες. Ήταν, επί­σης, η γει­το­νιά των θεά­τρων και εκεί­νη από την οποία ξεκι­νού­σε το απο­κριά­τι­κο Γαϊτανάκι.

Κολωνάκι

Η… αρι­στο­κρα­τι­κή μας γει­το­νιά άρχι­σε να θεω­ρεί­ται τέτοια γύρω στο Μεσο­πό­λε­μο –και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο μετά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Μέχρι τότε, ήταν μια αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νη περιο­χή που ξεκί­νη­σε να χτί­ζε­ται μόλις το 1860, γύρω από τους αμπε­λώ­νες, τους αγρούς και τις στά­νες που δια­τη­ρού­σαν οι βοσκοί στις πλα­γιές του Λυκα­βητ­τού. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι πως η οδός Μαρα­σλή απο­τε­λού­σε για τους Αθη­ναί­ους της πρώ­της δεκα­ε­τί­ας του 20ου αιώ­να τον χώρο περι­πά­του όπου τα πιτσι­ρί­κια τρε­λαί­νο­νταν να κυνη­γούν βατρά­χια στα χαντά­κια του.

Το όνο­μα Κολω­νά­κι οφεί­λε­ται σε μια μικρή κολώ­να του Μεσαί­ω­να που βρέ­θη­κε κοντά στην Πλα­τεία Δεξα­με­νής και ανα­στη­λώ­θη­κε στην Πλα­τεία Φιλι­κής Εται­ρεί­ας. Για τους Αθη­ναί­ους του Μεσαί­ω­να, το κολω­νά­κι αυτό (όπως και άλλα που υπήρ­χαν στην πόλη) προ­λάμ­βα­νε τις επι­δη­μί­ες, και στη­νό­ταν στα σημεία που είχαν θαφτεί δύο δίδυ­μα μοσχά­ρια, τα οποία παρέ­λαυ­ναν, πριν θυσια­στούν, στους δρό­μους της πόλης.

- Δια­φή­μι­ση -

- Διαφήμιση -

- Δια­φή­μι­ση -

- Διαφήμιση -

- Δια­φή­μι­ση -

Πηγή in2life.gr
Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Σημείωση πριν τη φόρμα σχολίων

Σημείωση μετά ΄τη φόρμα σχολίων