Η ονομασία Μέγαρα διατηρήθηκε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα και μόνο στο Μεσαίωνα απαντάται ο τύπος «Μάγαρα». Οι γραπτές μαρτυρίες διασώζουν πολλές διαφορετικές εκδοχές για την ονομασία της πόλης.
Ο Παυσανίας, καταγράφοντας την άποψη των Μεγαρέων, τη συσχετίζει με τα «μέγαρα», τα ιερά της Δήμητρας, τα οποία έφτιαξαν για πρώτη φορά όταν βασιλιάς ήταν ο Καρ, γιος του Φορωνέα, προς τιμή της θεάς, η λατρεία της οποίας ήταν πανάρχαια. Ο Ηρόδοτος και ο Στέφανος ο Βυζάντιος αποδίδουν την ονομασία στον ήρωα Μεγαρέα, γιο του Ποσειδώνα. Η τελευταία ερμηνεία απηχούσε και τις αντιλήψεις των Βοιωτών, σύμφωνα με τον Παυσανία, αφού ο Μεγαρέας που κατοικούσε στην Ογχηστό, ήρθε με στρατό Βοιωτών και βοήθησε τον βασιλιά των Μεγάρων Νίσο στον πόλεμο κατά του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Σκοτώθηκε όμως στην μάχη και θάφτηκε στην πόλη, η οποία πήρε το όνομά του. Πρωτύτερα η πόλη ονομαζόταν Νισαία.
Μυθολογία
Η περιοχή των Μεγάρων κατοικείται από τη Νεολιθική εποχή. Την Μυκηναϊκή εποχή τα Μέγαρα ήταν μια από τις τέσσερις περιοχές της Αττικής, που κυβερνούσαν οι τέσσερις μυθικοί γιοί του Βασιλιά Πανδίονα του Β’. Ο γιος του Νίσος ήταν κυβερνήτης των Μεγάρων. Η μυθολογική παράδοση των Μεγάρων αναφέρει την ύπαρξη Βασιλέων που κυβέρνησαν την πόλη, οι οποίοι άνηκαν σε πανάρχαιους λαούς όπως οι Λέλεγες και οι Κάρες. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τοπωνύμια που φέρουν τις ονομασίες των λαών αυτών. Ο Παυσανίας αναφέρει στην περιήγησή του πως, πριν την κατάληψη από τους Δωριείς (π. 1000 π.Χ.), τα Μέγαρα άνηκαν στην πανίσχυρη πόλη των Αθηνών και πως είχαν συνήθειες Ιωνικές. Η άποψη αυτή ενισχύεται μεταξύ άλλων και από τα χαρακτηριστικά της Ιωνικής διαλέκτου και από το γεγονός ότι κάτοικοι των Παγών, απέδιδαν τιμές στον Αιγιαλέα που ήταν ήρωας των Ιώνων της Σικυωνίας και της Αχαΐας.
Αρχαία ιστορία
Μετά την κάθοδο των Δωριέων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων νέοι πληθυσμοί δωρικής καταγωγής, εκτοπίζοντας αρχαιότερους πληθυσμούς Ιώνων και Βοιωτών που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή. Οι νέοι κάτοικοι που ονομάστηκαν Μεγαρείς δημιούργησαν ένα νέο κράτος με έδρα τα Μέγαρα. Τα επόμενα χρόνια οι Μεγαρείς ήρθαν σε σύγκρουση με τους γείτονες τους, αρχικά με τους Κορίνθιους τον 8ο αιώνα π.Χ. και στην συνέχεια με τους Αθηναίους τον 6ο αιώνα π.Χ.
Ο Μεγαρέας Όρσιππος, νικητής στο στάδιο στην Ολυμπία το 720 π.Χ., μετά τη νίκη του επανέφερε την πόλη στα παλαιά ευρέα της σύνορα, αφού αφαίρεσε από τους Κορινθίους τα εδάφη που οι τελευταίοι είχαν καταλάβει στη μεγαρική γη. Αργότερα αντικείμενο διαμάχης των Μεγαρέων με τους Αθηναίους ήταν το νησί της Σαλαμίνας.
Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τα Μέγαρα συμμάχησαν με τη Σπάρτη. Ο πιο διάσημος πολίτης των Μεγάρων στην αρχαιότητα ήταν ο Βύζας, γιος του βασιλιά Νίσου κατά μια παράδοση. To 657 π.Χ. ο Βύζας, ως επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που είχε οργανώσει η πόλη των Μεγάρων, οδήγησε τους Μεγαρείς αποίκους στην περιοχή του Βοσπόρου. Εκεί οι Μεγαρείς ίδρυσαν μία νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της: Βυζάντιο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Μεγαρείς έφτασαν εκεί υπακούοντας σε έναν χρησμό, που είχαν λάβει από το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός αυτός αποκαλούσε «τυφλούς» τους συμπολίτες τους, που λίγα χρόνια πριν, το 685 π.Χ., είχαν ιδρύσει στη ασιατική ακτή του Βοσπόρου τη Χαλκηδόνα. Πράγματι, κατά μιαν έννοια ήταν «τυφλοί», καθώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι η περιοχή που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο που οι ίδιοι είχαν αποικήσει ήταν ιδανικότερη για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία. Σε αυτή την περιοχή, η οποία συγχρόνως διακρινόταν για τη στρατηγική της θέση, ο Βύζας θεμελίωσε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τόσο το ταξίδι με σκοπό τον αποικισμό όσο και η άφιξη κι η οργάνωση μιας νέας αποικίας χαρακτηρίζονταν από πλήθος αντιξοοτήτων. Η εγκατάσταση των αποίκων γινόταν είτε σε ακατοίκητη περιοχή, οπότε οι ελλείψεις ήταν πολλές είτε σε κατοικημένη περιοχή, οπότε συχνά οι άποικοι έρχονταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους αυτόχθονες.
Οι Μεγαρείς με την υπεροχή τους στη θάλασσα γίνονται οι μεγαλύτεροι εχθροί των Αθηναίων και φτάνουν στη μεγαλύτερη ακμή τους από τον 8ο ως τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα. Την εποχή αυτή ιδρύουν σημαντικές αποικίες: τα Μέγαρα Υβλαία το 729 π.Χ., τον Σελινούντα το 629 π.Χ., τη Σηλυμβρία το 675 π.Χ., τον Αστακό, τη Χαλκηδόνα το 685 π.Χ., την Ηράκλεια το 559 π.Χ., αλλά και το Βυζάντιο. Αναφέρεται επίσης ότι ο Σέλευκος Νικάτωρ ίδρυσε ομώνυμη πόλη με αποίκους από τα Μέγαρα στην κεντρική Συρία, σύμφωνα με τον Αππιανό.
Αυτή τη χρονική περίοδο τα Μέγαρα προσφέρουν ένα δώρο στην ανθρωπότητα με την ανακάλυψη του θεατρικού είδους της κωμωδίας. Πατέρας της κωμωδίας θεωρείται ο Σουσαρίων, γιος του Φιλίνου απο την κώμη των Μεγάρων Τριποδίσκο. Σύμφωνα με τον Μπέκερ, ο Σουσαρίων ήταν ο πρώτος που έδωσε τακτικό μετρικό τύπο στους ιάμβους, οι οποίοι ήταν στα χνάρια των παλιών, φαλλικών λεγομένων, κωμωδιών. Δημιούργησε μάλιστα και παράδοση, αφού την εποχή του Πεισίστρατου στην Αθήνα ξακουστοί κωμωδιογράφοι ήταν οι Μεγαρίτες Μαίσων και Μύλλος. Την ίδια εποχή ένας πολιτικός Μεγαρίτης που ζούσε στην αποικία των Μεγάρων Χαλκηδόνα, ο Φαλέας, προτείνει μια θεωρία που ελάχιστα διαφέρει από τη σοσιαλιστική. Τις πληροφορίες αυτές τις βρίσκουμε στο δεύτερο βιβλίο του Αριστοτέλη, «Πολιτικά ΙΙ», όπου αφιερώνει στη θεωρία αυτή του Φαλέα ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο. Ανεπτυγμένη ήταν και η ιατρική, όπου ο Ηρόδικος, δάσκαλος του Ιπποκράτη, ήταν αυθεντία στα κατάγματα και στην θεραπευτική, που συνδύαζε τη γυμναστική στην θεραπεία όπως η σημερινή ιατρική επιστήμη.