Φοιτητικές ιστορίες
Επιμέλεια: Σοφία Λιάκου
“Εχμ, τώρα μάλιστα! Όχι δηλαδή πως, αν ήταν το θέμα διαφορετικό, θα είχα περισσότερη τύχη”.
Για να λέμε την αλήθεια, η μόνη του σχέση με αυτούς τους «κοχλίες δίχως τέλος», ήταν το κουρδιστήρι των κλειδιών της λύρας του. Και σαν να έφτανε αυτό, είναι κι εκείνη η καταραμένη μελωδία που του τριβελίζει το μυαλό κάθε φορά που καθόταν στο έδρανο για να δώσει εξετάσεις. Μια χαριτωμένη, μονότονη μουσική που χαιρέκακα πέρναγε στη λήθη κάθε φορά που έφευγε από το Πολυτεχνείο. Τρία χρόνια τώρα η ίδια ιστορία.
Εκείνη την ημέρα όμως είχε έρθει οργανωμένος. Φανταστείτε τη σκηνή: ξετρυπώνει σα σκονάκι το μικρό μαγνητόφωνο κι αρχίζει να ψιθυρίζει το σκοπό να φυλακίζει με ηδονή μία μια τις νότες που τόσο καιρό παρέμεναν ασύλληπτες. «ο Γιάννης θα ξετρελαθεί!», σκέφτηκε χαμογελώντας.
Ο Γιάννης όμως είχε ήδη ξετρελαθεί όχι ακόμα με την μελωδία του Μάνου – εξάλλου δεν είχε προλάβει να την ακούσει. Γαλάζιο, γαλάζιο απέραντο, γαλάζια ραψωδία, γαλάζιος Δούναβης όπως τα μάτια της. Ο άνθρωπος είχε ξεφύγει. Αυτό φαίνεται εξάλλου κι απ’ τους τελευταίους στίχους που έδωσε στο Μάνο να μελοποιήσει:
«Εγώ ξυπνάω απ’ τις σειρήνες των περιπολικών κι εσύ δε ρίχνεις μια ματιά σε μένανε στο μάθημα των Ιταλικών».
Ο φίλος μου για να μην τον πληγώσει τους δέχτηκε.
Την ημέρα του Κοχλία, όμως η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Τα πάντα γύρω του είχαν γίνει γαλάζια. Γαλάζιος ο ουρανός, κι ας έβρεχε, γαλάζια τα ταξί κι ας βρισκόταν στην Αθήνα, γαλάζια τα τριαντάφυλλα.
Μόλις είχε φύγει από τη σχολή κι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει με το που άναψε το φανάρι. Βέβαια το φανάρι ήταν γαλάζιο, παρόλο που ήταν κόκκινο. Μια γνώριμη φωνή τον έσωσε απ’ την παράβαση: «Γιάννη, το βρήκα! Το θυμήθηκα!» Ήταν ο Μάνος.
Το βράδυ βρήκε και τους δύο στο γνώριμο μέρος. «Νόμιζα πως και μ’ αυτό το τελευταίο» ξέρετε, τη μελωδία των εξετάσεων «έχουμε φτάσει σε ικανοποιητικό αριθμό τραγουδιών. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε όνομα!». Έτσι ήταν. Το δίδυμο σκόπευε να ηχογραφήσει ένα μέρος απ’ το υλικό του και το όνομα για το γκρουπ ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη. Τίποτα όμως μέχρι στιγμής δε φαινόταν αρκετά καλό.
«Γιάννη, την είδες καθόλου σήμερα;»
Δεν την είχε δει εδώ και τρεις μέρες. Ο Μάνος όμως ρώτησε γιατί την είχε δει αυτός. Δεν ήταν μόνη κι έψαχνε τον τρόπο για να του το πει. Του άφησε κάποιες αιχμές την ώρα που σκάρωναν τους στίχους στο τελευταίο κομμάτι, αλλά μάταια. Μέχρι και όνομα γκρουπ του πρότεινε υπαινισσόμενος κάτι τέτοιο. ΑΠΑΤΗΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ, αλλά μάταια. Ο Γιάννης είπε ότι ήταν πολύ σκοτεινό για τη μουσική τους κι η αλήθεια αυτή ότι έψαχναν καιρό για ένα αισιόδοξο όνομα.
Η ώρα ήταν περασμένη κι αποφάσισαν να κοιμηθούν στο στουντιάκι αντί να πάνε σπίτι. «Απατημένε εραστή καληνύχτα», είπε με κρυφή πίκρα ο Μάνος. Ο Γιάννης γέλασε δυνατά και σκεπάστηκε μέχρι πάνω. Ξεχασμένη ανοιχτή ή τηλεόραση διαφήμιζε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.
6.30 Δελτίο Ειδήσεων στα Αγγλικά
7.00 Τηλεμάρκετινγκ
8.00 Πρωινό με την Καλλιόπη Γρηγοριάδου
10.00 Κινούμενα Σχέδια
από το αρχείο μας
εφημερίδα “φοιτητική ΕΠΙκοινωνία”
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998 –ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1999
Τεύχος 41
Βρείτε μας και στη σελίδα μας στο Facebook: φοιτητική ΕΠΙκοινωνία