- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Μαρούσι: Ιστορική εξέλιξη

Η ιστο­ρία του Αμα­ρου­σί­ου χάνε­ται στους μύθους της αρχαί­ας Ελλά­δος, όπου γίνο­νται πλεί­στες ανα­φο­ρές στο αρχαίο Άθμο­νον, περιο­χή που ταυ­τί­ζε­ται γεω­γρα­φι­κά με τη σύγ­χρο­νη πόλη. Οι Αθμο­νείς είχαν οικο­δο­μή­σει ένα ιερό αφιε­ρω­μέ­νο στην Αφρο­δί­τη Ουρα­νία, προ­στά­τι­δα του πλα­τω­νι­κού έρω­τα. Το ιερό το είχε ιδρύ­σει ο Πορ­φυ­ρί­ων, αρχαί­ος μυθι­κός βασι­λιάς των Αθη­νών πολ­λές χιλιε­τί­ες προ Χριστού.

Ένας από τους δώδε­κα δήμους που ίδρυ­σε γύρω στο 3.000 π.Χ. ο Κέκρο­πας, ήταν το Άθμο­νον, με σκο­πό να προ­στα­τεύ­σει την Αθή­να από τις επι­δρο­μές των βαρ­βά­ρων. Οι κάτοι­κοί του ήταν φιλή­συ­χοι και εργα­τι­κοί, με μεγά­λη παρά­δο­ση στην παρα­γω­γή λαδιού και κρα­σιού. Μάλι­στα, ο Αρι­στο­φά­νης στο έργο του Ειρή­νη επαι­νεί τους Αθμο­νείς λέγο­ντας, ανα­φε­ρό­με­νος στον Τρυ­γαίο, πως “προ­τι­μού­σε να ασχο­λεί­ται με τα αμπέ­λια και τις ελιές του, παρά να συκο­φα­ντεί και να μηχα­νορ­ρα­φεί”. Παρό­μοιες ανα­φο­ρές γίνο­νται και στις Όρνι­θες με τον Πει­σθέ­ται­ρο να αγω­νί­ζε­ται μαζί με το φίλο του Ευελ­πί­δη να απαλ­λά­ξει την Αθή­να από τους δημα­γω­γούς. Επι­γρα­φή δε που ανε­κα­λύ­φθη σε χρι­στια­νι­κό ναό έφε­ρε το όνο­μα “ΠΙΣΤΟΚΛΗΣ ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ ΑΘΜΟΝΕΥΣ”. Επρό­κει­το για ένα δήμο που δια­τη­ρού­σε στε­νούς δεσμούς και με άλλες πόλεις της αρχαί­ας Ελλά­δας στο χώρο της τέχνης και του πολι­τι­σμού. Σύντο­μα εισή­χθη από την Αμά­ρυν­θο η λατρεία της Αρτέ­μι­δος, Θεάς του κυνη­γιού τον 7ος αιώ­νας π.Χ..

Το άγαλ­μα της θεάς Αρτε­μις στην πλα­τεία Καστα­λάς στο Μαρούσι.

Οι κάτοι­κοί του μάλι­στα είχαν ιδρύ­σει ιερό, μπρο­στά στο οποίο διορ­γά­νω­ναν κάθε χρό­νο τα “Αμα­ρύ­σια”, περι­φε­ρεια­κούς Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες προς τιμήν της Αμα­ρυ­σί­ας Αρτέ­μι­δος, όπως απο­κα­λεί­το. Κάθε χρό­νο την άνοι­ξη συγκε­ντρώ­νο­νταν στην πεδιά­δα των Αθμο­νέ­ων αθλη­τές από ολό­κλη­ρη την Ελλά­δα για να συνα­γω­νι­στούν, να χορέ­ψουν, να δια­σκε­δά­σουν και να επι­δο­θούν σε αγώ­νες οινο­πο­σί­ας. Κατά τη διάρ­κεια δε των αγώ­νων επι­βρα­βεύ­ο­νταν με χρυ­σά στε­φά­νια οι άρχο­ντες που είχαν εκτε­λέ­σει τα καθή­κο­ντά τους επιτυχώς.

Γύρω στον 6ο αιώ­να π.Χ. και μετά το θάνα­το του τυράν­νου Πει­σι­στρά­του, ο μεγά­λος νομο­θέ­της Κλει­σθέ­νης στην προ­σπά­θειά του να εδραιώ­σει την ιση­γο­ρία και την ισο­νο­μία χώρι­σε την αττι­κή γη στο άστυ, τη μεσό­γαια και την παρά­λια χώρα. Κατάρ­γη­σε τις φυλές και ίδρυ­σε δέκα τεχνη­τές, κατα­νέ­μο­ντας ισά­ριθ­μα τον πλη­θυ­σμό τους σε δήμους και από τις τρεις περιο­χές. Κάθε δήμος έστελ­νε δε εκπρο­σώ­πους κάθε χρό­νο στην αθη­ναϊ­κή βου­λή. Το Άθμο­νον τοπο­θε­τεί­το στη μεσό­γαια χώρα και ανή­κε στην Κεκρο­πί­δα φυλή που τιμού­σε με το όνο­μά της το βασι­λιά Κέκρο­πα. Το 358 π.Χ., πρώ­τος πρό­ε­δρος της αθη­ναϊ­κής βου­λής ήταν ο Χαρί­νος ο Αθμο­νεύς, ο οποί­ος αγω­νί­στη­κε να στρέ­ψει τις ελλη­νι­κές πόλεις σε ομό­νοια και τη συμ­μα­χία με την Αθήνα.

Κατά την περί­ο­δο της Ρωμαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, η Αθή­να κατε­λή­φθη από τους Ρωμαί­ους και το Άθμο­νο λεη­λα­τή­θη­κε από τους κατα­κτη­τές. Έργα πνο­ής όμως πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο αυτο­κρά­το­ρας Αδρια­νός, ο οποί­ος κατα­σκεύ­α­σε το περί­φη­μο υδρα­γω­γείο, με αγω­γούς που περ­νού­σαν κάτω από το δήμο προς την Αθή­να. Μεγά­λο και το ενδια­φέ­ρον του Ηρώ­δη του Αττι­κού που μετα­κί­νη­σε το ιερό της Αρτέ­μι­δος σε ύψωμα.

Στα βυζα­ντι­νά χρό­νια το Άθμο­νο εξα­κο­λου­θεί να κατοι­κεί­ται, καθώς ανα­σκα­φές ανέ­δει­ξαν νεκρο­τα­φείο στο Ναό του Αγί­ου Γεωρ­γί­ου που έχει χαρα­κτη­ρι­σθεί “προ­έ­χον βυζα­ντι­νό μνη­μείο”. Με την επι­κρά­τη­ση του χρι­στια­νι­σμού εγκα­θί­στα­ται πλη­θώ­ρα ναών που απο­τε­λούν σπά­νια κει­μή­λια στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή. Ορι­σμέ­να από αυτά είναι ο Ναός της Πανα­γιάς της Νερα­τζιώ­τισ­σας στα ερεί­πια του ιερού της Αρτέ­μι­δος, του Αγί­ου Ιωάν­νου του Πέλι­κα, στη θέση του νέου ιερού, η Πανα­γιά η Μαρ­μα­ριώ­τισ­σα, οι Άγιοι Ασώ­μα­τοι Ταξιάρ­χες και πολ­λοί άλλοι. Η πόλη είχε επι­κρα­τή­σει να απο­κα­λεί­ται Αμα­ρύ­σιον από την Αμα­ρυ­σία Αρτέμιδα.

Κατά την τουρ­κο­κρα­τία εγκα­τα­στά­θη­κε ο Τούρ­κος Μπέ­ης Αλή Μπα­μπάς, ο οποί­ος κατέ­λα­βε εκτά­σεις της περιο­χής και τις μετα­βί­βα­σε σε Οθω­μα­νούς ευγε­νείς, τους οποί­ους γοή­τευ­σε ο εύφο­ρος αυτός τόπος με το υγιές κλί­μα και τα πλού­σια νερά. Οι περισ­σό­τε­ροι Μαρου­σιώ­τες εργά­ζο­νταν στα κτή­μα­τα των αρχό­ντων, ενώ πολ­λοί μετα­νά­στευ­σαν σε άλλες περιο­χές της Ελλά­δος, στην Κόριν­θο, το Άργος, την Αρκα­δία, την Εύβοια, τις Κυκλά­δες. Στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του στρα­τη­γού Μακρυ­γιάν­νη εξυ­μνού­νται οι Μαρου­σιώ­τες για το δυνα­μι­κό “παρόν” που έδω­σαν για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αθή­νας από τον τουρ­κι­κό ζυγό, αλλά και τον αγώ­να τους για να δια­σω­θεί η Ακρό­πο­λη από την πολιορ­κία του Κιουταχή.

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση του ελλη­νι­κού έθνους και την ανά­δει­ξη των Αθη­νών σε νέα πρω­τεύ­ου­σα, ιδρύ­θη­κε για πρώ­τη φορά ο Δήμος Αμα­ρυ­σί­ων Αττι­κής με τους οικι­σμούς του Αμα­ρου­σί­ου με 360 κατοί­κους, το Χαλάν­δρι με 127 κατοί­κους, την Καλο­γρέ­ζα με 8 κατοί­κους, την Πεντέ­λη με 6 κατοί­κους, το Γέρα­κα με 2 κατοί­κους, τον Καρυ­τό με 21 κατοί­κους, το Μπρα­χά­μι με 7 κατοί­κους και την Κηφι­σιά με 181 κατοί­κους. Πρώ­τος δήμαρ­χος εκλέ­γε­ται ο Δημή­τριος Μόσχας το 1836. Η περιο­χή μπο­ρού­σε πλέ­ον να ανα­πτυ­χθεί ομα­λά και οι κάτοι­κοι να διά­γουν ένα φιλή­συ­χο και δημιουρ­γι­κό βίο. Ανθο­στό­λι­στες αυλές, πλού­σιοι αμπε­λώ­νες, ελαιώ­νες και όμορ­φες αρχο­ντι­κές κατοι­κί­ες συμπλη­ρώ­νουν το παρα­δεί­σιο τοπίο του Αμα­ρου­σί­ου. Οι κάτοι­κοι ασχο­λού­νται με αγρο­τι­κές και κτη­νο­τρο­φι­κές εργα­σί­ες, ενώ σύντο­μα στην περιο­χή εγκα­θί­στα­νται πολ­λοί αγγειο­πλά­στες από τη Σίφ­νο, που διδά­σκουν την τέχνη τους στους ντό­πιους και πωλούν κανά­τια στην Αθή­να και τον Πει­ραιά. Εγκα­θί­στα­νται επί­σης πολ­λοί Καρ­πά­θιοι που δου­λεύ­ουν κυρί­ως στα λατο­μεία μαρ­μά­ρου (ντα­μά­ρια) της Πεντέ­λης. Το 1860 ανε­γεί­ρε­ται το πρώ­το δημο­τι­κό σχο­λείο του Αμα­ρου­σί­ου, καθώς και παρ­θε­να­γω­γείο για τα κορί­τσια. Το 1874 ανε­γεί­ρε­ται και ο μητρο­πο­λι­τι­κός Ναός Κοι­μή­σε­ως της Θεο­τό­κου, ο οποί­ος το Δεκα­πε­νταύ­γου­στο προ­σελ­κύ­ει χιλιά­δες προ­σκυ­νη­τών από ολό­κλη­ρη την Ελλά­δα. Το 1885 κατα­φθά­νει στην περιο­χή το περι­βό­η­το “Θηρίο”, ατμο­κί­νη­το τρέ­νο που ξεκι­νού­σε από τον Πει­ραιά, περ­νού­σε από την Αθή­να και διερ­χό­ταν από το Μαρού­σι προς το άλσος της Κηφισιάς.

Η πόλη ζωντά­νευε από τους Αθη­ναί­ους που έρχο­νταν εύκο­λα πλέ­ον στην περιο­χή για εκδρο­μή και παρα­θε­ρι­σμό, παρό­τι δεν διέ­θε­ταν δική τους άμα­ξα. Το 1896 το Αμα­ρού­σιο, αν και χωριό, θεω­ρεί­το εκπαι­δευ­τι­κό κέντρο της βόρειας Αττι­κής, αφού στο δημο­τι­κό σχο­λείο και το σχο­λαρ­χείο του φοι­τού­σαν και παι­διά από την Κηφι­σιά, το Χαλάν­δρι, το Ηρά­κλειο, το Καπαν­δρί­τι, τον Ωρω­πό και το Μενί­δι. Στην περιο­χή κατέ­φθα­ναν και όσοι έπα­σχαν εκεί­νη την επο­χή από φυμα­τί­ω­ση για το υγιει­νό του κλί­μα. Εκεί­νη τη χρό­νια διορ­γα­νώ­θη­καν και οι πρώ­τοι σύγ­χρο­νοι Ολυ­μπια­κοί Αγώ­νες, με τον Σπύ­ρο Λούη να έρχε­ται πρώ­τος στη μαρα­θώ­νιο δια­δρο­μή. Η νίκη του δημο­φι­λούς κανα­τά ανέ­δει­ξε το Μαρού­σι σε σημα­ντι­κή έδρα του ελλη­νι­κού αθλη­τι­σμού, ενώ άμε­σα λει­τουρ­γεί γυμνα­στι­κός σύλ­λο­γος και γυμνα­στή­ριο που ανα­δει­κνύ­ουν πολ­λούς αθλη­τές με πρω­τιές σε πανελ­λή­νιους και βαλ­κα­νι­κούς αγώ­νες. Στις αρχές του 20-ού αιώ­να, μετά από πολ­λές διοι­κη­τι­κές εναλ­λα­γές, το Αμα­ρού­σιο απο­σπά­ται ορι­στι­κά από το Δήμο Αθη­ναί­ων το 1925 και γίνε­ται ανε­ξάρ­τη­τη κοι­νό­τη­τα με πρό­ε­δρο τον Κων­στα­ντί­νο Γαρ­δέ­λη. Άμε­σα ανε­γεί­ρε­ται το Γυμνά­σιο του Αμα­ρου­σί­ου, το μονα­δι­κό στην περι­φέ­ρεια των βορεί­ων προ­α­στί­ων των Αθη­νών. Ανα­δει­κνύ­ε­ται πλέ­ον σε μια προ­σφι­λή περιο­χή και ο πλη­θυ­σμός αυξά­νε­ται μέχρι το 1943 που αγγί­ζει τους 10.000 κατοί­κους και προ­ά­γε­ται σε δήμο. Το 1950 απο­σπά­ται η γει­το­νι­κή έκτα­ση της Μαγκου­φά­νας και ιδρύ­ε­ται η κοι­νό­τη­τα της Πεύ­κης. Ο σταθ­μός του ηλε­κτρι­κού έγι­νε το 1957 υπέρ­γειος (τύπου γέφυ­ρας) προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρη­θεί ανε­νό­χλη­τη η κυκλο­φο­ρία στο ιστο­ρι­κό κέντρο, ανε­πη­ρέ­α­στη από την διά­βα­ση των τρέ­νων. Η μεγά­λη υπέρ­γεια γέφυ­ρα που κατα­σκευά­στη­κε, δια­τη­ρεί­ται ίδια μέχρι σήμε­ρα, με κάποιες δια­κο­σμη­τι­κές προ­σθή­κες το 2004.

- Δια­φή­μι­ση -

- Δια­φή­μι­ση -

- Δια­φή­μι­ση -

Πηγή el.wikipedia.org
Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Σημείωση πριν τη φόρμα σχολίων

Σημείωση μετά ΄τη φόρμα σχολίων